Το θέμα της διεθνούς ημερίδας, μία εβδομάδα νωρίτερα στο Μέγαρο Μουσικής, αρκούσε για να προσελκύσει δικαστές, εισαγγελείς, πανεπιστημιακούς και πλειάδα εκπροσώπων του δικηγορικού κόσμου: «Η δικαστική ανεξαρτησία ως επιταγή του κράτους δικαίου και σκληρός πυρήνας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη». Η παρουσία του Σταύρου Κοντονή στο βήμα ήταν αυτονόητη, όπως αυτονόητα ακούγονταν και τα περισσότερα από όσα εισηγήθηκε ή σχολίασε. Ακόμη και την αναφορά ότι «η κριτική δεν φοβίζει, αλλά ενισχύει τη Δικαιοσύνη» θα μπορούσαν να την προσυπογράψουν σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες, ιδίως οι καχύποπτοι που αναρωτιούνταν εάν ο υπουργός Δικαιοσύνης όσα λέει τα εννοεί. Αρκούσαν μόλις λίγες ημέρες για να αντιληφθούν ότι ο υπουργός προσαρμόζεται ανάλογα με το ακροατήριο και τις πολιτικές μεθοδεύσεις που έχει κληθεί να υπηρετήσει.

Από ένα άλλο χαρτοφυλάκιο, οι δημόσιες παρεμβάσεις Κοντονή ίσως να μην προκαλούσαν αίσθηση –θα μπορούσαν να αποδοθούν και σε άγνοια του δικαιοπολιτικού πλαισίου. Ενα σχόλιο του υπουργού Μεταφορών για μια δικαστική απόφαση σχετικά με τα διόδια στις εθνικές οδούς, για παράδειγμα, δεν έχει τη βαρύτητα της παρέμβασης του υπουργού Δικαιοσύνης για αποφάσεις ή εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις. Ο θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών οφείλει περισσότερο απ’ όλους να ακολουθεί τους κανόνες για τη «γυναίκα του Καίσαρα». Ωστόσο, είναι αντιληπτό πλέον ότι αυτό ουδόλως ενδιαφέρει τον Κοντονή, όπως δεν ενδιαφέρει και την κυβέρνηση. Η ωμή παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης, με σχόλια, εκτιμήσεις και τη διαστρέβλωση στοιχείων για μια ανοικτή δικαστική υπόθεση, τείνει να εξελιχθεί σε κανόνα –την ώρα που μια ετερόκλητη κυβερνητική ομάδα αντιλαμβάνεται, μαζί με όλους τους άλλους, ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Κι αν όλα αυτά συμβαίνουν δημόσια, εύλογα μπορεί να διερωτηθεί κανείς τι γίνεται στο παρασκήνιο.

Αντιγράφοντας τον Κοντονή, η κριτική για τις δικαστικές κινήσεις ενισχύει τη Δικαιοσύνη ανεξάρτητα εάν προέρχεται από την πλευρά των ιθυνόντων, των νομικών, των ενδιαφερομένων ή των διωκομένων. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, ωστόσο, ότι αυτό πρεσβεύει ο αρμόδιος υπουργός. Αντιθέτως, στην ίδια ομιλία από το βήμα της διεθνούς ημερίδας, άφησε να εννοηθεί ότι οι διωκόμενοι υποχρεούνται να σιωπήσουν, διαφορετικά θα στοχοποιηθούν για «έκδηλη και υπόγεια προσπάθεια πίεσης, η οποία τείνει να γιγαντωθεί σε υποθέσεις με μεγάλο οικονομικό ή κοινωνικό ενδιαφέρον». Η σύγχυση είναι εμφανής –και δεν την εκπέμπει μόνον το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά σύσσωμη η κυβέρνηση.

Οι παρεμβάσεις Κοντονή, πάντως, έχουν πάψει να εκπλήσσουν. Περισσότερο επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση κινείται στη βάση ενός σχεδίου που εξυφαίνεται επί μήνες. Ο ίδιος υπουργός, άλλωστε, ένα χρόνο νωρίτερα φρόντισε προσωπικά να αναμειχθεί στην ίδια υπόθεση, παρέχοντας κάλυψη στον κυβερνητικό εταίρο, ο οποίος καταγράφηκε ως μεσολαβητής ανάμεσα σε έναν ισοβίτη και μια εισαγγελέα. Αυτό που γίνεται εμφανές σήμερα είναι ότι Κοντονής και Καμμένος συμπορεύονται εξ αρχής σε μια σκοτεινή ιστορία, με τις ευλογίες του Μαξίμου. Το ερώτημα είναι εάν στην πρωθυπουργική έδρα βρίσκεται και ο σκηνοθέτης. Ο Κοντονής έγινε το «άλλοθι» και η ασπίδα του Καμμένου σχεδόν αναγκαστικά –για να διαφυλάξει την κυβερνητική συνοχή και να περισώσει το τελευταίο ίσως σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα για μια ανατροπή σκηνικού, πριν από την ηρωική έξοδο. Η παράλληλη ανάγκη της προσωπικής πολιτικής επιβίωσης είναι ένας κατανοητός λόγος για τις κινήσεις του υπουργού Δικαιοσύνης. Η μονοεδρική της Ζακύνθου δείχνει πλέον μια χαμένη υπόθεση και μια μετακίνηση στη Β’ Αθήνας πρέπει να συνδυαστεί με κομματικά εύσημα και μια κεντρική στήριξη.

Δυσεξήγητο δείχνει το χαρμάνι μιας ιδεοληπτικής αντίδρασης κι ενός κομματικού φανατισμού που συνοδεύουν τις αντιδράσεις του νομικού Κοντονή και ενός πολιτικού στελέχους που αισθανόταν συνοδοιπόρος του Γιάννη Μπανιά. Ο υπουργός, ωστόσο, μαζί με την κυβέρνηση, δείχνουν έτοιμοι για τα χειρότερα.