Ενα από τα βασικά συστατικά της διάχυτης ιδεολογίας και πολιτικής μυθολογίας είναι η ιστορική μνήμη· η επιλεκτική, διεστραμμένη και παντοτινά «οδυνηρή» μνήμη την οποία διατηρούν ενεργή οι καλύτεροι από τους προπαγανδιστές. Το 1950, το βιβλίο του Μωρίς Αλμπβάκ για την εξίσωση συλλογικής μνήμης και επιβίωσης –που εκδόθηκε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα στο Μπούχενβαλντ –δεν μπορούσε παρά να γίνει κλασικό: τα ανελέητα γεγονότα του πολέμου και του Ολοκαυτώματος διαμόρφωσαν τις μεταπολεμικές νοοτροπίες, οδήγησαν σε εσφαλμένες αποφάσεις (όπως η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ: μακρά συζήτηση αυτή) και παρέδωσαν την ιστορική αφήγηση στα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία οικειοποιήθηκαν την ιστορία και τη χρησιμοποίησαν προς όφελός τους. Διαχειρίστηκαν τα ιστορικά γεγονότα όπως το υλικό ενός προπαγανδιστικού φιλμ, φωτίζοντας, μοντάροντας και προβάλλοντάς τα έτσι ώστε να εξυπηρετούν τους σκοπούς τους. Εκτοτε επικρατεί η ιδέα ότι οι «λαοί» οφείλουν να θυμούνται το παρελθόν προκειμένου να μην επαναλάβουν εγκλήματα και λάθη, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με την ηγεμονική ιδεολογία, δεν διαπράττουν οι λαοί αλλά οι εχθροί τους: ο ιμπεριαλισμός, το διεθνές κεφάλαιο, οι σκοτεινοί κύκλοι.

Η συλλογική μνήμη είναι μια μεταφορά. Ορίζει το πώς τα έθνη βλέπουν και ερμηνεύουν το παρελθόν. Ωστόσο, αυτή η θέαση και ερμηνεία κατακερματίζεται και καθαγιάζεται από την κάθε πλευρά: δεν θυμούνται όλοι οι άνθρωποι τα ίδια με τον ίδιο τρόπο· ούτε τα γεγονότα του παρελθόντος και οι πρωταγωνιστές τους μπορούν να μιλήσουν μπροστά στην οικειοποίησή τους. Για παράδειγμα, η αριστερά κάνει λόγο για την «εργατική πρωτομαγιά» και γιορτάζει τους νεκρούς «της» από τις απεργίες του Σικάγου: οι σύγχρονοι κρατικοχρηματοδοτούμενοι εργατοπατέρες, θεωρούν «δικούς τους» τους απεργούς του 1886, εκ των οποίων οκτώ είχαν συλληφθεί και καταδικαστεί σε θάνατο σε συνθήκες ριζικά διαφορετικές από τις σημερινές. Η εργατική πρωτομαγιά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, όχι μόνο εξαιτίας της οικειοποίησης του συμβάντος αλλά εξαιτίας ολόκληρης της πορείας από το μακρινό χθες στο σήμερα: μέσω της απεργίας του Σικάγου, η αριστερά οικειοποιείται όλες τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, πολλά, αν όχι όλα, τα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλονται σε πρωτοβουλίες κοινοβουλευτικών κομμάτων και φιλελεύθερων παρατάξεων· η δε αριστερά του 19ου αιώνα ελάχιστα σχετίζεται με την αριστερά μετά το 1917.

Η μνήμη είναι νεφελώδης, καθοδηγούμενη και δυνάμει δημαγωγική. Για παράδειγμα, ο Ερντογάν «θυμάται» και υπενθυμίζει την καταστροφή της Σμύρνης… Εξάλλου, η ιστορική αφήγηση δεν αφορά πια το μεγαλείο των εθνών, τους θριάμβους και την άμιλλα μεταξύ τους· σήμερα εκτυλίσσεται ανταγωνισμός στο πεδίο των θυμάτων: ποιος είναι το «καλύτερο», το πιο αξιοθρήνητο θύμα. Στον κυρίαρχο λόγο οι λαοί ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε πάθη και αδικίες. Οι Εβραίοι διατηρούν τα πρωτεία, αλλά οι Αρμένιοι και οι Παλαιστίνιοι προβάλλουν επαξίως τον ισχυρισμό –και η θυματολογία επεκτείνεται, σύμφωνα με το μαρξιστικό πρότυπο, σε κοινωνικές τάξεις, φυλές και γεωγραφικές ζώνες. Καθώς το καντιανό σύστημα μεταλλάχθηκε στην επιτακτική ηθική της θυματολογίας, σπεύδουμε να δηλώσουμε συμμετοχή κι εμείς οι Ελληνες· δήμιοί μας είναι, περιέργως, οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι αντικατέστησαν τους Αμερικανούς στον ρόλο του Κακού. Η εμφατική υπερμνησία καθιστά τα ιστορικά θύματα που «θυμούνται» –πόσο εύγλωττη είναι αυτή η φωνολογική σύμπτωση στα ελληνικά –επιρρεπή σε ρεβανσισμό: οι αριστεροί ως θύματα της παρακρατικής άκρας δεξιάς· οι Εβραίοι ως θύματα του παραδοσιακού αντισημιτισμού και του ναζισμού· οι απεργοί του 19ου αιώνα ως θύματα της αστυνομίας και της εργοδοσίας. Στο μεταξύ, ο κόσμος έγινε πολυπολικός και οι κοινωνίες ανομοιόμορφες: ποιο είναι το νόημα της μνήμης του Ολοκαυτώματος για έναν Κινέζο; Δεν έχει μάθει τίποτα σχετικό στο σχολείο· όπως δεν έχει μάθει ο Ελληνας μαθητής για την πολιτιστική επανάσταση του Μάο –εκτός αν έχει μαοϊκό καθηγητή ή παππού.

Η διαρκής υπενθύμιση του οδυνηρού παρελθόντος φανατίζει και διχάζει. Από το «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» μέχρι τον αντιαποικιοκρατικό λόγο που τονίζει, με υπερχειλίζουσα γλαφυρότητα, τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, η ιστορική μνήμη δεν αποτελεί γνώση· αποτελεί πηγή φυλετικού μίσους. Και μάλιστα έναντι γενεών που δεν έχουν καμιά ευθύνη: κοντολογίς, είναι παράλογο και αντιπαραγωγικό το να «μισούμε» a priori τους Γερμανούς λόγω του ναζιστικού παρελθόντος, ή τους Γάλλους εξαιτίας του πολέμου της Αλγερίας. Στην Αυστραλία, όπου η αριστερά ανέδειξε τις αδικίες εναντίον των αβοριγίνων στο παρελθόν, το χάσμα μεταξύ λευκών Αυστραλών και αβοριγίνων μεγάλωσε και οι πρώτοι έγιναν αφιλόξενοι προς τους Ασιάτες, στους μη λευκούς γενικότερα. Η μνήμη γίνεται παράγοντας κοινωνικής μηχανικής· στην πραγματικότητα κοινωνικής διάλυσης,

Πρέπει, νομίζω, να διαχωρίσουμε τα γεγονότα από την ερμηνεία τους. Οταν δεν υπάρχει συναίνεση, η ερμηνεία χρησιμοποιείται ως προπαγανδιστικό εργαλείο: ίσως δεν κηρύσσεται πόλεμος με όπλα, εκτυλίσσεται όμως πόλεμος χαμηλής έντασης με αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις συγκροτούν μια θρησκεία και έναν κανόνα με ήρωες, μάρτυρες, οσίους, σφαγείς και προδότες. Η μανιώδης επιδίωξη της απόδοσης δικαιοσύνης –«να τιμωρηθούν οι ένοχοι!»- που συμβαδίζει με το διαρκές κλωθογύρισμα της μνήμης, είναι συχνά παιδαριώδης: μοιάζει με τη συμπεριφορά ενηλίκων που παραπονιούνται για τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας, για το πώς «ο μπαμπάς» έκανε το Α ή το Β. Επίσης, οξύνει τις αντιθέσεις και υπονομεύει την ειρήνη. Υπό αυτή την έννοια, η συμφιλίωση που επεχείρησαν χώρες όπως η Νοτιοαφρικανική Ενωση, η Ρουάντα και η Κολομβία προϋπέθεταν σε κάποιο βαθμό τη λήθη. Το ζήτημα δεν είναι να ενωθούμε με κοινό σημείο τα βάσανά μας: όλοι οι λαοί έχουν αρνητικές εμπειρίες· ούτε πρόκειται να συμφωνήσουν άνθρωποι και ομάδες με διαφορετικές κοσμοθεωρίες για τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Η αρμονική συνύπαρξη –όπου είναι δυνατή: δεν είναι πάντοτε δυνατή –σημαίνει συμβιβασμό· λήθη, συγχώρεση, αποπολιτικοποίηση· hard facts, ρεαλισμό, βλέμμα προς το παρόν και το μέλλον, όχι προς το παρελθόν.