Μετά τριάντα περίπου χρόνια συνεχούς ενίσχυσης (από το 1988 –πρώτο πακέτο Ντελόρ), η διαρθρωτική πολιτική συνοχής, από την οποία τόσο σημαντικά επωφελείται η Ελλάδα (ΕΣΠΑ, κ.λπ.), συρρικνούται. Αυτό συνιστά μια εξόχως προβληματική εξέλιξη για την Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά αλλά και για τις λιγότερο εύπορες χώρες – μέλη όπως την Ελλάδα. Και περιστέλλεται σε μία περίοδο που οι αναπτυξιακές αποκλίσεις και ανισότητες στον ευρωπαϊκό χώρο διευρύνονται. Αλλά δεν συρρικνούται μόνο η πολιτική συνοχής. Περικόπτονται επίσης οι δαπάνες για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Διπλό πλήγμα δηλαδή για τις φτωχότερες χώρες. Οι προτάσεις για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021 – 2027 (ΠΔΠ – προϋπολογισμό) που παρουσίασε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις περικοπές αυτές είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις. Το συνολικό ύψος του Πλαισίου (πληρωμές) προτείνεται στο 1,08% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος – ΑΕΕ (1.105 τρισ. ευρώ), ποσό μάλλον ανεπαρκές για να χρηματοδοτηθούν επαρκώς παλαιές και κυρίως νέες πολιτικές όπως για τη μετανάστευση, την προστασία των εξωτερικών συνόρων, την άμυνα, καινοτομία, κ.ά. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη ρητά προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει «να διαθέτει επαρκείς πόρους» για τη χρηματοδότηση των πολιτικών της. Οπως υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: πρώτον, το ύψος του νέου Πλαισίου θα πρέπει να φθάνει τουλάχιστον στο 1,3% του ΑΕΕ. Δεν θα πρέπει να περιορισθεί με μια στενή λογιστική προσέγγιση πολύ δε περισσότερο να μειωθεί κάτω από το 1% ΑΕΕ, όπως θα επιδιώξουν ορισμένες χώρες – μέλη (Ολλανδία, Γερμανία, Δανία, κ.ά.). Δεύτερον, βασικός στόχος του νέου Πλαισίου θα πρέπει να είναι η επαναδρομολόγηση της διαδικασίας σύγκλισης και συνοχής, η καταπολέμηση των διευρυνόμενων ανισοτήτων, η προώθηση της κοινωνικής Ευρώπης με πολιτικές για την απασχόληση, τους νέους, κ.ά. Πολιτικές, πυλώνες της ενοποίησης όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και η διαρθρωτική πολιτική συνοχής θα πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται από την Ενωση. Ο εξορθολογισμός της ΚΑΠ προς όφελος των μικρότερων καλλιεργητών και μονάδων είναι αναγκαίος. (Δεν είναι νοητό το 80% των πόρων της να διοχετεύεται στο 20% των πλουσιότερων αγροτών), αλλά η επανεθνικοποίηση της πολιτικής θα ήταν μια άστοχη ενέργεια με αρνητικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Τρίτον, η χρηματοδότηση νέων πολιτικών (μετανάστευση, προστασίας των εξωτερικών συνόρων, άμυνας, κ.λπ.) είναι επιβεβλημένη και ορθώς προβλέπεται αλλά θα πρέπει να γίνει με πρόσθετους πόρους και όχι με περικοπές. Τέταρτον, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει τώρα να αποκτήσει ένα γνήσιο σύστημα «ιδίων πόρων» για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της με νέες πηγές εσόδων (φόρος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, φόρος για της εκπομπές καυσαερίων, κ.λπ.).

Είναι πάντως σημαντικό ότι προτείνεται η θέσπιση αιρεσιμότητας (περικοπή χρηματοδοτήσεων) για κράτη – μέλη που παραβιάζουν τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η σημερινή κατάσταση με ορισμένες χώρες – μέλη (Πολωνία, Ουγγαρία) δεν μπορεί να συνεχισθεί χωρίς κάποιες κυρώσεις.

Η διαπραγμάτευση ξεκινά όμως τώρα και η Ελλάδα έχει βαρύ έργο μπροστά της για να προστατεύσει ΚΑΠ και πολιτική συνοχής, αλλά να προωθήσει και τις νέες πολιτικές που την ενδιαφέρουν…