Τον Παύλο Νιρβάνα (1866 – 1937), κατά κόσμον Πέτρο Αποστολίδη, μπορούμε κάλλιστα σήμερα να τον κατατάξουμε ανάμεσα στους «λησμονημένους» λογοτέχνες μας. Η καλλιτεχνική υστεροφημία είναι άτιμο πράγμα, όχι μονάχα σε λαούς οψίμως απαίδευτους, όπως ο δικός μας –και ας βαυκαλιζόμαστε περί του αντιθέτου. Σε κάθε περίπτωση, η υστεροφημία ελάχιστη έως καθόλου σχέση έχει με την πομπώδη δικαιοσύνη που υποτίθεται ότι απονέμει ο χρόνος. Περισσότερο συγγενεύει με την άμπωτη και την πλημμυρίδα, πνευματικούς συρμούς που έρχονται και παρέρχονται, εμφανίζονται, εξαφανίζονται κι επανεμφανίζονται, σαν ξέφρενος ανελκυστήρας που σε ανεβοκατεβάζει αδιάκοπα από το ρετιρέ στο υπόγειο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα καθαρευουσιάνων συγγραφέων του διαμετρήματος ενός Ροΐδη, ενός Παπαδιαμάντη κι ενός Βιζυηνού, που η διάδοχη γενιά των μαχόμενων δημοτικιστών καταδίκασε με «συνωμοσία σιωπής» κι έπρεπε να περάσουν δεκαετίες, να καταλαγιάσει η γλωσσική σύρραξη και να επικρατήσει ο συμβιβασμός της «καθομιλουμένης» –μιας δημοτικής με πολλά λόγια δάνεια –ώσπου να ξανανέβουν στο βάθρο. Πόσω μάλλον συγγραφείς συγκριτικά ελάσσονες, που μεταπήδησαν από την καθαρεύουσα στη δημοτική, όπως ο Παύλος Νιρβάνας.

Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα του Νιρβάνα άρχισε πάλι να κουβεντιάζεται στις μέρες μας για λόγους άσχετους προς τον βασικό κορμό του έργου του. Ο συγγραφέας και μελετητής Φίλιππος Φιλίππου, στην εμπεριστατωμένη «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» (Πατάκης, 2018), μας υπενθυμίζει ότι «Το έγκλημα του Ψυχικού», το πόνημα που δημοσίευσε ο Νιρβάνας πριν από 90 χρόνια, θεωρείται ευρέως ως το πρώτο «ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα». Εκτοτε το βιβλίο αυτό επανακυκλοφόρησε από διάφορους εκδοτικούς οίκους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό – αξίζει ωστόσο μνεία η ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση του Ινδικτου (2006). Καθώς έτυχε να το διαβάσω πρόσφατα, έμεινα με την εντύπωση πως πρόκειται μάλλον για παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, παρά για αστυνομικό μυθιστόρημα καθεαυτό. Κεντρικός ήρωας είναι ο «αιώνιος» φοιτητής της Ιατρικής Νίκος Μολοχάνθης, αργόσχολος εύπορος. Σκορπάει ασυλλόγιστα την πατρική του περιουσία και σκοτώνει την ώρα του ξεφυλλίζοντας αισθηματικές ή περιπετειώδεις νουβέλες, προτού το ανεξιχνίαστο έγκλημα μιας άγνωστης κοπέλας στο Ψυχικό τον εμπνεύσει να υιοθετήσει ο ίδιος τη δολοφονία και να καρπωθεί τη ρομαντική φήμη ενός φονιά για λόγους τιμής. «Τοιαύτα θύματα αυθυποβολής δεν είναι άγνωστα εις την ψυχιατρικήν. Είναι οι αυτοκατηγορούμενοι αποκαλούμενοι». Το τι επακολουθεί είναι εξόχως ψυχαγωγικό, ακόμη και για τον σημερινό αναγνώστη (ο Νιρβάνας συναγωνίζεται εδώ τη βιτριολική πένα του Ροΐδη) και δεν θέλω να σας στερήσω την απόλαυση, εάν τυχόν λαχταρήσετε να το διαβάσετε. Συμβάλλει και η αναλογία του Μεσοπολέμου με τη δική μας εποχή. Αντίστοιχη ελαφρότητα, αντίστοιχες αυταπάτες. Η μπουνάτσα πριν από το μπουρίνι. Τάλε κουάλε.

Το λογοτεχνικό αρχέτυπο του Μολοχάνθη που, με τη σειρά του, έλκει την καταγωγή του από το θερβαντικό αρχέτυπο του Δον Κιχώτη, εύκολα ξεπατικώνεται σε πολλούς πολιτικούς άνδρες του καιρού μας –ίσως όμως σε κανέναν ευκολότερα από όσο στον Πάνο Καμμένο. Εντύπωση κάνει, ευθύς εξαρχής, η ψαλίδα ανάμεσα στις ηρωικές τους φαντασιώσεις και στην ιδιοσυγκρασία τους ή στον σωματότυπό τους. Θέλω να πω, μπορούμε στον Αδόλφο Χίτλερ να καταλογίσουμε δικαίως τα μύρια όσα, αλλά δεν μπορούμε να μην του αναγνωρίσουμε ότι πρόσεχε ισοβίως τη σιλουέτα του (λύγιζε μόνο μπροστά στις πάστες) κι επέπληττε διαρκώς τον Χέρμαν Γκέρινγκ που, ως τόφαλος, έστελνε το λάθος μήνυμα περί συγγένειας της ναζιστικής Γερμανίας με την αρχαία Σπάρτη. «Ξανθός σαν τον Χίτλερ, λεπτός σαν τον Γκέρινγκ, ψηλός σαν τον Γκέμπελς» ήταν το καλαμπούρι με το οποίο σχολίαζαν οι Σύμμαχοι τους τρεις λεβέντες της Αρίας Φυλής (μια παράδοση εξόφθαλμης αναντιστοιχίας που επαξίως φέρει στους ώμους του σήμερα ο Νίκος Μιχαλολιάκος). Κατ’ αναλογίαν ο Μολοχάνθης, επίδοξος αιμοσταγής δολοφόνος, λιποθυμάει στην απλή θέα του αίματος –αυτός είναι και ο λόγος που φορτώνει τις ιατρικές του σπουδές στον κόκορα -, ενώ ο Καμμένος σού ενσταλάζει την πεποίθηση πως, με το πρώτο πολεμικό του σάλπισμα, θα περάσει «ο Λίβας που καίει τα σπαρτά», αλλά αποκλειστικά από τα Βλάχικα της Βάρης. Είναι αληθινά κρίμα, χρόνια και χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες, συστηματικά και ακούραστα, να οικοδομείς τη δημόσια εικόνα σου και να σου την υπονομεύει, πέρα από την άθλια τη διαπλοκή, το ίδιο το είδωλό σου στον καθρέφτη.

Εάν πιστέψουμε τη ραδιοφωνική εξομολόγηση του Θόδωρου Πάγκαλου στον Νότη Παπαδόπουλο και στον Βασίλη Χιώτη (Βήμα FM, 7/1/14), η ρομαντική φύση του Πάνου Καμμένου εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς, μολονότι με συγκεχυμένο κομματικό προσανατολισμό. Το 1990, σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ δεν αντιμετώπιζε ακόμη με καχυποψία όσους ερωτοτροπούσαν με τον εθνολαϊκισμό, ο γόνος της «μεγάλης εμπορικής οικογένειας με τα αυτοκίνητα» εκδήλωσε την επιθυμία να συμπεριληφθεί στα ψηφοδέλτια του κόμματος –«θα μπορούσε μάλιστα να συμβάλει αισθητά και στον οικονομικό αγώνα του κόμματος, θα στήριζε τον κομματικό προϋπολογισμό». Ο Πάγκαλος ζήτησε να τον γνωρίσει. «Το παιδί [25 χρονών τότε] απείχε πάρα πολύ από την άκρη της Ακρας Δεξιάς… Δεν μπορούσαμε να έχουμε υποψήφιο κάποιον που είχε περίπου, αν θέλετε, μια φρασεολογία σημερινής Χρυσής Αυγής».

Το προξενιό ναυάγησε –«έτσι δεν εισπράξαμε και τα χρήματα που θα μας έδινε ο Καμμένος» –αλλά ο Μολοχάνθης της Καρδιάς Μας βρήκε φιλόξενη στέγη στη Νέα Δημοκρατία. Δεν λησμόνησε εκείνους που του έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα. Ζήτησε από τον μέντορά του Γεώργιο Γεωργαλά, τον θεωρητικό των Απριλιανών, να τον βοηθήσει ως ghostwriter στη συγγραφή ενός λίβελου, όπου συνέδεε άρρηκτα το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με την οργάνωση της 17 Νοέμβρη («Τρομοκρατία: Θεωρία και Πράξη», Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1992). Βγήκε βουλευτής το 1993, περίμενε έως το 2007, επί Κώστα Καραμανλή, ώσπου να υπουργοποιηθεί και ακόμη οκτώ χρόνια, επί Αλέξη Τσίπρα, ώσπου πραγματικά να ανθίσει. Να βιώσει κάθε του φαντασίωση. Κάθε πρωί να προβάρει και άλλη στολή παραλλαγής. Το χαμογελαστό αγόρι της Κουμουνδούρου (ρομαντική φύση επίσης, πλην όμως αριστερόστροφη) δεν θα του χαλούσε χατίρι, ούτε και θα τον πίεζε για οιαδήποτε ιδεολογική σύγκλιση, όσον καιρό ο Καμμένος θα ήταν η μοναδική εγγύησή του για τη δεδηλωμένη στο Κοινοβούλιο. Θα του επέτρεπε να κάνει παιχνίδι με τους πάντες: με την Εκκλησία, με το ομοφοβικό του ακροατήριο, με τους συνωμοσιολάγνους, με τους Τούρκους. Να μπερδεύει την άνοδο του εθνικισμού με την άνοδο της χοληστερίνης. Το Κούγκι με τα Δερβενάκια. Και αν μια μέρα, όπως ο ήρωας του Νιρβάνα, έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα; Αν μια μέρα ξυπνήσει; Αυτό δεν είναι το χειρότερο. Δεν θα ξυπνήσει μονάχος του. Θα ξυπνήσουμε κι εμείς μαζί του.