Οταν η Αμερική απομακρύνεται από την Ευρώπη, η Ευρώπη πάει στην Αμερική για να της υπενθυμίσει την ιστορική σημασία του δημοκρατικού διεθνισμού και τους κινδύνους του απομονωτισμού. Αυτό ήταν το πολιτικό πλαίσιο της παρουσίας του Μακρόν και της Μέρκελ, πέρα από τα συγκεκριμένα καυτά ζητήματα του Ιράν, του εμπορικού πολέμου, της κλιματικής αλλαγής και της Συρίας. Ο Μακρόν είχε θέσει με έμφαση το διακύβευμα λίγες ημέρες πριν μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: στην εποχή της ανόδου των αυταρχισμών, η απάντηση είναι η ανανέωση του κύρους της δημοκρατίας και η εμμονή στον δημοκρατικό διεθνισμό.

Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνονται κοινοτοπίες, σαν τις εκθέσεις περί αποταμιεύσεως που γράφαμε κάποτε ή σαν τις καλλιγραφικές εισηγήσεις για το τι είναι Αριστερά που κατά καιρούς ακούμε. Στην ουσία όμως αποδίδουν μια νέα πραγματικότητα και υποδεικνύουν έναν νέο στόχο. Η νέα πραγματικότητα είναι η αλλαγή συσχετισμών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ των δημοκρατικών δυνάμεων (κεντροδεξιών, σοσιαλδημοκρατικών, φιλελεύθερων ή αριστερών) που κρατάνε από το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής περιόδου, και των νέων αντιδημοκρατικών τάσεων που αναπτύσσονται στις δυτικές χώρες, και κυρίως, από τους αυταρχισμούς που επικρατούν σε μεγάλα κράτη με παγκόσμια επιρροή.

Το ιδεολογικό – πολιτικό τοπίο έχει αλλάξει ριζικά, διαψεύδοντας τις αισιόδοξες προσδοκίες για τη μορφή που θα λάμβανε η διεθνής τάξη πραγμάτων μετά το τέλος του διπολισμού. Εθισμένοι στη μακρά περίοδο ευημερίας και δημοκρατικής ομαλότητας στη «Δύση», αντιμετωπίζουμε την αλλαγή του τοπίου σαν μια πρόσκαιρη παύση, μια προσωρινή υποτροπή, που θα επανέλθει σχεδόν από μόνη της στην «σωστή» κατεύθυνση. Τίποτα όμως δεν εξασφαλίζει την αυτόματη επάνοδο. Αντιθέτως, έχει υποστηριχτεί (S. P. Huntington) ότι όλα τα «κύματα εκδημοκρατισμού» που εμφανίστηκαν από τον 19ο αιώνα ακολουθήθηκαν από περιόδους οπισθοχώρησης. Οσο καχύποπτος κι αν είναι κάποιος για τέτοιου είδους γενικεύσεις, εξίσου αφελής θα ήταν αν έκλεινε τα μάτια στις ανάλογες ιστορικές εμπειρίες. Η πορεία στην ομίχλη ενός «ήπιου Μεσοπολέμου» χωρίς φασισμούς αλλά με αντιδημοκρατικές τάσεις, είναι πιθανή και μπορεί να είναι παρατεταμένη.

Οι παράγοντες που διαμορφώνουν το νέο τοπίο είναι ποικίλες και αντιφατικές. Η παγκοσμιοποίηση χρεώνεται συνήθως με όλα τα δεινά. Στην πραγματικότητα όμως, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός συμπαρέσυρε σε μια δυναμική ανάπτυξη ευρύτατες περιοχές βγάζοντάς τες από την υπανάπτυξη. Εβαλε έτσι στο παιχνίδι, αναδεικνύοντάς τα σε βασικούς παίκτες, κράτη και κοινωνίες που αναπτύχθηκαν και ισχυροποιήθηκαν, χωρίς όμως να υιοθετούν τους δυτικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Ο εκσυγχρονισμός δεν ταυτίζεται με τον εκδυτικισμό –τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Από την άλλη, οι ηγεμονικές δυνάμεις του μεταπολεμικού κόσμου που λειτούργησαν ταυτόχρονα ως χωροφύλακες, τραπεζίτες, και πολιτισμικά πρότυπα προς μίμηση, για μεγάλο μέρος του πλανήτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είδαν την ισχύ τους να μειώνεται και αποτραβιούνται στον εαυτό τους –χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο ότι θα το καταφέρουν σε μια εποχή παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Οι ΗΠΑ έβγαλαν τον Τραμπ και η Βρετανία διάλεξε το Brexit. Η πιθανότητα μια Ενωμένη Ευρώπη να αναλάβει αυτούς τους ρόλους αφορά το απώτερο μέλλον, ενώ οι εντάσεις εκδηλώνονται στο παρόν. Τέλος, στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών αυξήθηκαν οι ακροδεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις και από κοντά κάποιες αριστερές εθνικολαϊκιστικές. Δεν πρόκειται για την ανάδυση νέων φασισμών και ολοκληρωτισμών. Τους λείπει το επαναστατικό πνεύμα και δεν έχουν τη φιλοδοξία να αναμορφώσουν τις κοινωνίες και τον «άνθρωπο». Βγαίνουν με την ψήφο του λαού και εκφράζουν κατά κανόνα μια συντηρητική εθνοκρατική αναδίπλωση. Καθιερώθηκε ο όρος illiberal democracies. Σωστά πιστεύω η έννοια αυτή αμφισβητήθηκε ως απλός ευφημισμός του αυταρχισμού (J-W Müller, «Democracy Still Matters», NY Times, 5.4.2018). Στον 20ό αιώνα, φιλελευθερισμός και δημοκρατία συνενώθηκαν αξεδιάλυτα και η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, δηλαδή λαϊκή κυριαρχία, χωρίς φιλελευθερισμό, δικαιώματα και ελευθερίες είναι απάτη.

Αν αυτοί είναι μερικοί από τους βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη σημερινή εικόνα, το χαρακτηριστικό και το επικίνδυνο είναι πώς η αυξανόμενη επιρροή μιας σειράς αυταρχικών ηγετών και καθεστώτων στον εξωδυτικό κόσμο αλληλεπιδρά και ενισχύει ευθέως τις αντιδημοκρατικές τάσεις που αυτονόμως είχαν εμφανιστεί στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στην εποχή του διπολισμού η επιρροή των αντιαποικιακών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου τροφοδοτούσε τον αντικαπιταλισμό ενός περιορισμένου τμήματος της ευρωπαϊκής διανόησης και της Αριστεράς. Σήμερα, η επιρροή των εξωδυτικών αυταρχικών καθεστώτων και κινημάτων ενθαρρύνει την ακροδεξιά και εθνικολαϊκιστική επίθεση στο δημοκρατικό καθεστώς.

Ο «παλαιός δυτικός κόσμος», σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα δει να μειώνεται το ειδικό του οικονομικό βάρος στη νέα διεθνή τάξη του 21ου αιώνα. Οι νέοι μεγάλοι παίκτες ήρθαν για να μείνουν μέσα σε έναν κόσμο «πολλαπλών νεωτερικοτήτων», δηλαδή διαφορετικών πολιτισμικών και πολιτικών μορφών που θα διηθούν τις ενιαίες δυναμικές του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είναι άγνωστο αν η οικονομική ανάπτυξη και η αυξανόμενη ευημερία θα ενισχύσουν τον εκδημοκρατισμό στο εσωτερικό τους. Ετσι κι αλλιώς, η θεωρία και η ιστορία υπογραμμίζουν ότι η σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία δεν είναι ούτε γραμμική ούτε δεδομένη. Υπάρχουν μάλιστα απόψεις που επισημαίνουν την πιθανότητα τα αυταρχικά καθεστώτα να αποδειχτούν στο προσεχές μέλλον εξίσου αποτελεσματικά από την άποψη της οικονομικής ανάπτυξης, μετριάζοντας ακόμα περισσότερο την ελκτικότητα της δυτικής δημοκρατίας (Mounk Y., Foa R.S., «The End of the Democratic Century Autocracy’s Global Ascendance», Foreing Affairs, April 16, 2018).

Οι επιστημονικές προβλέψεις είναι ένα ανέξοδο σπορ, αντιθέτως, οι πολιτικές στρατηγικές έχουν άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων. Ο «παλαιός δυτικός κόσμος» εξακολουθεί να ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στην παγκόσμια σκηνή, αλλά η εξέλιξη τής επιρροής του εξαρτάται από τις επιλογές του. Στην Ουάσιγκτον είδαμε δύο «Δύσεις». Η μία διαλέγει να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα με τον εθνικισμό, τις επιλεκτικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό, και τη λαϊκιστική αξιοποίηση της αγανάκτησης και του φόβου στο εσωτερικό. Με στόχο την ανάκτηση της χαμένης ηγεμονίας ή, μετριοπαθέστερα, της εθνικής ισχύος. Η δεύτερη φιλοδοξεί να θέσει τις πολιτισμικές και αξιακές παρακαταθήκες της Δύσης στον στίβο μιας πολυμερούς διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης. Με στόχο η νέα διεθνής τάξη πραγμάτων να ενισχύει τη συνεργασία και τη δημοκρατία. Το πρόβλημα της δεύτερη Δύσης είναι ότι χρειάζεται απελπιστικά την πρώτη. Χωρίς την αποκατάσταση του δεσμού ΗΠΑ – Ευρώπης, η «Δύση» δεν υπάρχει, αλλά ούτε η Ευρώπη φαίνεται να συσπειρώνεται.

Ελληνικό υστερόγραφο. Η χώρα μας βρίσκεται πολύ κοντά στις εστίες των νέων αυταρχισμών και των γεωπολιτικών εντάσεων. Παρά την αριστερή και δεξιά ρωσοφιλία που ηρωποιεί τον Πούτιν, τον ακραίο εθνικισμό που δαιμονοποιεί την Τουρκία και τον αντιδυτικισμό που «κατανοεί» ώς και τον επιθετικό ισλαμισμό, η εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και η ποιότητα της δημοκρατίας μας εξαρτώνται όσο σε λίγες άλλες ευρωπαϊκές χώρες από την ενότητα και τη διεθνή επιρροή του «παλαιού δυτικού κόσμου».

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου