Μνήμη Αγγελου Δεληβορριά

Ο θάνατος της Μπάρμπαρα Μπους και η συζήτηση για το ποια υπήρξε πραγματικά η ηλικία της, αφού άλλοτε γραφόταν ότι «έφυγε» ενενήντα δύο και άλλοτε ενενήντα έξι και ενενήντα οκτώ χρόνων, επανέφερε στην επικαιρότητα ένα πρόβλημα που, αν και φαίνεται αμελητέο, στην πραγματικότητα κρίνει το σύνολο του πολιτισμού μας. Δεν το κρίνει απλά, αλλά αναδεικνύει τον ίδιο τον πολιτισμό ως εξαιρετικά σαθρό και τον κάνει να στερείται μεταφυσικού έρματος –άρα μιλάμε για έναν πολιτισμό κουτσουρεμένο. Σαφώς άλλο είναι να πεθαίνει κανείς στα σαράντα ή στα πενήντα του χρόνια και εντελώς άλλο είναι να πεθαίνει στα ογδόντα ή στα ενενήντα του χρόνια. Οποια ηλικία όμως κι αν έχει κανείς όταν πεθαίνει, δεν γίνεται να απαλείφεται διαμιάς, σαν να μην υφίσταται, το γεγονός πως, αν ο θάνατος οφείλει να μας είναι σεβαστός όποια κι αν είναι η ηλικία του ανθρώπου, τους λογαριασμούς που διατηρούσε μέσα του ανοιχτούς ή μισόκλειστους σε σχέση με τη ζωή, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν θα τους μάθουμε ποτέ, ακόμα κι αν πρόκειται για τον πιο αγαπημένο μας άνθρωπο. Ή μάλλον τότε πολύ περισσότερο…

Δεν γίνεται η ζωή στο σύνολό της να αντιμετωπίζεται τόσο εργολαβικά ώστε να δικαιολογείται μόνο όταν υπάρχει μέλλον, ενώ τα δύο, τα τέσσερα ή τα έξι χρόνια που έζησε κανείς αφού είχε πατήσει τα ενενήντα να είναι σαν να μην έχουν καμία απολύτως σημασία. Οσο οδυνηρός παραμένει για τη συνείδησή μας ο θάνατος ενός ανθρώπου σε ηλικία που «είχε πολλά ακόμα να δώσει», το ίδιο περίσκεπτοι θα έπρεπε να αισθανόμαστε σε σχέση με την αγωνία ενός υπερηλίκου που, αφού έπαψε πια να μπορεί να κάνει οτιδήποτε, προσπαθεί να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα σε ένα παρελθόν που μοιάζει σαν να μην το έζησε ο ίδιος και σε ένα μέλλον που θα έκανε τους άλλους να καγχάσουν –έστω και σιωπηρά –αν το εξέφραζε ακόμα και ως βραχυπρόθεσμη προοπτική. Οσο κι αν δεν γίνεται να συγκριθεί ο σπαραγμός για τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου με τη λύπη για τον θάνατο ενός υπερηλίκου, αν και ένα στοιχειώδες αίσθημα δικαιοσύνης –αφού ο θάνατος παραμένει έτσι κι αλλιώς ένα «σκάνδαλο» και κυρίως ηθικά ανεξήγητος –θα έπρεπε να κάνει τον αιφνιδιασμό μας εξίσου καταλυτικό.

Υπάρχει πάντα ένα περιθώριο για να αναλογιστούμε πόση δραματικότητα μπορεί να περικλείει για τη συνείδηση ενός ανθρώπου που έχει περάσει το όριο των ενενήντα χρόνων το γεγονός ότι, αν και ανάμεσα στους άλλους ακόμα, οι άλλοι ενδέχεται να τον λογαριάζουν ως ένα βάρος ή ως υπεύθυνο για ανθρώπους που έχουν φύγει πολύ νωρίς, κυρίως όμως τον αντιμετωπίζουν με ένα αίσθημα που δείχνει να έχουν ήδη συμφιλιωθεί με την απώλειά του. Κι αν ακόμα διανοούνταν να εκφράσει τον σπαραγμό του ή να κλάψει για αυτή την απομόνωσή του όπως του τη δημιουργούν οι άλλοι, απλώς θα έχανε την αξιοπρέπειά του, έστω και αν θα αναρωτιέται για πρώτη φορά έστω στη ζωή του μήπως θα ήταν προτιμότερος ο πλήρης εξευτελισμός του σε σχέση με μια τόσο απάνθρωπα αποκτημένη αξιοπρέπεια.