Η αφορμή να ακούσω πρώτη φορά για Αιγυπτιώτες ήταν μία φίλη της μητέρας μου. Με είχε εντυπωσιάσει το επίθετό της. Εμοιαζε βγαλμένο από μυθιστόρημα ή από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Η κυρία Ροδοκανάκη! Που η αλεξανδρινή της καταγωγή υπογραμμιζόταν επισταμένως, περίπου ως δεύτερο επίθετο, και παρέπεμπε όχι τόσο σε ελίτ αλλά σε αυτό που αργότερα έμαθα ότι λέγεται αστικός πολιτισμός. Στη συνέχεια, βέβαια, ανακάλυψα πολλά περισσότερα για τους εξ Αιγύπτου Ελληνες. Από πηγές που παρουσίαζαν διαφορετικές εικόνες. Από τη μία η ελληνική αριστοκρατία της Αλεξάνδρειας με τις χοροεσπερίδες στα μέγαρα των Σαλβάγων και των Μπενάκηδων και από την άλλη η ελληνική φτωχολογιά του Καΐρου. Η πολιτική διάσταση στις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα και η ποιητική της «Αλεξάνδρειας που χάνεις» στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη.

Η αλήθεια είναι ότι η αναφορά στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου δημιουργεί συνειρμούς που έχουν να κάνουν με μια κοινωνική και οικονομική αφρόκρεμα. Την οποία η πολιτική του Νάσερ εξώθησε στη φυγή. Από την άλλη, νεότεροι ιστορικοί ερμηνεύουν με ταξικά κριτήρια τον επαναπατρισμό των Ελλήνων και τον εντάσσουν στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Οι θεωρίες πολλές, η πραγματικότητα όμως είναι οι ιστορίες των ανθρώπων. Προσωπικά έχω δύο φίλους που σε τρυφερή ηλικία ξεσπιτώθηκαν και ήρθαν με την οικογένειά τους στην Ελλάδα. Ο ένας, πλουσιόπαιδο από την Αλεξάνδρεια, στοιβάχτηκε με τους γονείς του σε ένα δυαράκι στην Αθήνα και τα πρώτα χρόνια συντηρούνταν πουλώντας ό,τι αντικείμενα αξίας μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους. «Ο πατέρας μου κατέρρευσε και τελικά πέθανε από κατάθλιψη», λέει. «Τον θυμάμαι, έναν ιδιαίτερα ντελικάτο άνθρωπο, να πέφτει βουλιμικά στο πιάτο με τα μακαρόνια, που ήταν το καθημερινό φαγητό μας, και να γεμίζει τη μούρη του με σάλτσες». Ο άλλος, φτωχόπαιδο από το Κάιρο, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς σε ένα μικρό ελληνικό νησί. «Ο μεγάλος μου καημός ήταν να φάω μια σοκολατίνα. Ούτε στο Κάιρο το κατάφερα ούτε τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα».