Δύο θάνατοι άγγιξαν ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό την ελληνική κοινωνία. Το ξαφνικό τέλος του Στέλιου Σκλαβενίτη μας μαλάκωσε όχι μόνο λόγω των ικανοτήτων του και της σεμνότητάς του, αλλά κυρίως λόγω της ιδιαίτερης εταιρικής κουλτούρας που είχε εισαγάγει στις επιχειρήσεις του. Ο χαμός του Αλέξανδρου Σταματιάδη μας εξόργισε όχι μόνο λόγω των συνθηκών στις οποίες συνέβη, αλλά και λόγω των χειρισμών του αρμόδιου υπουργού. Μπροστά στον πρώτο θάνατο, κατεβάσαμε το κεφάλι. Μπροστά στον δεύτερο, αναζητάμε ευθύνες.

Είναι ένα κουσούρι που το είχαν όλες οι κυβερνήσεις, ετούτη εδώ όμως το έχει αναγάγει σε επιστήμη: το να καταφεύγει δηλαδή όποτε είναι στριμωγμένη στο επιχείρημα ότι πάντως είναι καλύτερη από τις προηγούμενες. Ή μάλλον ότι οι προηγούμενες ήταν ακόμηχειρότερες. Ακολουθώντας αυτή τη συνταγή, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη απαντά στις κατηγορίες για έξαρση της εγκληματικότητας με στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των ληστειών την τελευταία τριετία σε σύγκριση με την προηγούμενη. Ξεχνά όμως κάτι. Η απώλεια μιας ζωής έχει μια αυτόνομη δυναμική, δεν μπαίνει σε πίνακες. Aντίθετα με τις θέσεις εργασίας που χάνονται και δημιουργούνται ή τα Μνημόνια που σκίζονται και ξαναϋπογράφονται, ο θάνατος είναι κάτι οριστικό και αναντίστρεπτο. Δεν παίζεις λοιπόν μ’ αυτόν. Δεν τον χρησιμοποιείς για να πεις κοινοτοπίες για τον αγγελικά πλασμένο κόσμο. Δεν τον εκμεταλλεύεσαι για μικροκομματικές διαμάχες.

Παίρνεις μέτρα. Κι αν δεν μπορείς, ή τα μέτρα που παίρνεις δεν φέρνουν αποτελέσματα, παραδίδεις τα κλειδιά σε κάποιον ικανότερο και πας σπίτι σου.

Ο Νίκος Τόσκας απέτυχε όχι μόνο διότι επί των ημερών του τα εγκλήματα είναι πιο βίαια από ποτέ. Ούτε μόνο επειδή οι αντιεξουσιαστές και οι Ρουβίκωνες κάνουν ό,τι θέλουν ή επειδή οι τουρίστες καταγγέλλουν ότι στα αστυνομικά τμήματα τους συμβουλεύουν να καταγγείλουν πως έχασαν κάτι, όχι πως τους το έκλεψαν. Απέτυχε και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν μπορεί να εμπνεύσει στοιχειώδη εμπιστοσύνη στους πολίτες. Να τους ανεβάσει την ψυχολογία, να τους ενθαρρύνει, να τους πείσει ότι δεν είναι μόνοι. Είναι, ας πούμε, το αντίθετο του Σκλαβενίτη.

Η αναλγησία του υπουργού μπορεί να οφείλεται στην προϋπηρεσία του. Ή στον ιό της παλαιοπασοκίτιδας, αυτής της αρρώστιας που δεν σ’ αφήνει να δεις καθαρά αλλά σε υποχρεώνει να προσπαθείς συνεχώς να εκδικηθείς τους παλιούς σου συντρόφους. Μικρή σημασία όμως έχουν όλα αυτά. Η αίσθηση των πολιτών ότι ένας υπουργός τούς αφήνει απροστάτευτους και ένας πρώην υπουργός ευθύνεται για την αποφυλάκιση μερικών χιλιάδων επικίνδυνων κακοποιών μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ηδη γίνονται συζητήσεις για το δικαίωμα της οπλοφορίας ή για την τύχη που πρέπει να επιφυλάσσεται στους δράστες ειδεχθών εγκλημάτων αν και όταν συλλαμβάνονται.

Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές πρέπει να υπερασπιζόμαστε το κράτος δικαίου. Αλλά για να υπάρχει δίκαιο πρέπει να υπάρχει κράτος, και αντιστρόφως.