Φανταστείτε τη σκηνή: Είναι Μάης του 2015. Ο Αλέξης Τσίπρας ταξιδεύει στο Καστελλόριζο. Παίρνει θέση ανάμεσα στην κάμερα και τις βάρκες. Αναγγέλλει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα. Και δηλώνει υπερήφανος πως η Αριστερά έβαλε τέλος στα χρόνια της μνημονιακής ταπείνωσης, πως ελευθερώνει την οικονομία από τα δεσμά και πως ανατέλλουν μέρες ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει τη ρητορική του, αν πράγματι το πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί, με τον τρόπο που το έκαναν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος, τον τρόπο που τώρα η κυβέρνηση θα ήθελε να μιμηθεί. Αλλά θα μπορούσε εκείνος τότε να κάνει το βήμα; Θα μπορούσε να γραφτεί έτσι το σενάριο;

Θυμηθείτε: Στις 20 Φεβρουαρίου 2015, έναν μήνα μετά τις εκλογές, το Eurogroup είχε καταλήξει σε μια απόφαση που ενσωμάτωνε έναν έντιμο συμβιβασμό με την Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε μια παράταση του προγράμματος για 4 μήνες (επιπλέον της δίμηνης παράτασης που είχε δοθεί ήδη στην κυβέρνηση Σαμαρά). Και δεσμευόταν να ολοκληρώσει, μέσα σε αυτήν προθεσμία, την τελευταία, εκκρεμή αξιολόγηση. Να την ολοκληρώσει όμως με βάση έναν νέο κατάλογο μεταρρυθμίσεων που θα είχε η ίδια συντάξει, με σεβασμό στην υπάρχουσα συμφωνία, αλλά με έμφαση σε «μια διαδικασία ευρύτερων και βαθύτερων δομικών μεταρρυθμίσεων», με αναπτυξιακό πρόσημο και με στόχο «να αντιμετωπιστούν η διαφθορά και η φοροδιαφυγή και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα».

Το Eurogroup είχε γίνει Παρασκευή. Ο Βαρουφάκης είχε επιστρέψει στην Αθήνα πανηγυρίζοντας. Τη Δευτέρα είχε στείλει έναν κατάλογο μέτρων –τα οποία είχε, υποτίθεται, σχεδιάσει μόνος του. Και την Τρίτη, στο γραφείο του Γερούν Ντεϊσελμπλούμ έφθανε μια επιστολή του Μάριο Ντράγκι, σύμφωνα με την οποία η ελληνική λίστα ήταν «μια έγκυρη αφετηρία για μια επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης».

Οι Ευρωπαίοι είχαν προσφέρει στον Τσίπρα ένα μεγάλο πολιτικό δώρο: το δικαίωμα να ισχυριστεί πως είχε ολοκληρώσει το πρόγραμμα, είχε βγάλει την Ελλάδα από το Μνημόνιο με βάση ένα ελληνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Ο Τσίπρας αποδέχθηκε, αρχικά, το δώρο. Το απέρριψε στη συνέχεια. Και οδηγήθηκε –κι εμείς μαζί του –στην τρελή περιπέτεια του Ιουλίου, στο δημοψήφισμα, τα capital controls, την κωλοτούμπα, το τρίτο Μνημόνιο…

Τι χάσαμε; Τρία χρόνια. Η πρόβλεψη των διεθνών οργανισμών για την τριετία 2015-18 ήταν για ανάπτυξη, που αντιστοιχούσε σε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Χάθηκαν. Και μαζί χάθηκαν επενδύσεις που δεν έγιναν, νέοι και νέες που ξενιτεύτηκαν, καταθέσεις που αποσύρθηκαν από τις τράπεζες (το πρώτο εξάμηνο του 2015 η τραπεζική αιμορραγία ήταν η μεγαλύτερη από την αρχή της κρίσης). Αντ’ αυτών είχαμε νέους γύρους φορολογικών αυξήσεων και εισοδηματικών περικοπών, capital controls, κεφαλαιακή συντριβή των ελληνικών τραπεζών. Και το σημαντικότερο: η Ελλάδα απουσίαζε από το τριετές πάρτι του φθηνού χρήματος και των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης στην ευρωζώνη. Τώρα που ετοιμαζόμαστε να φορέσουμε τα χορευτικά μας γοβάκια, το πάρτι μάλλον τελειώνει.

Αλλά και ο Τσίπρας έχασε: την ευκαιρία να καταλάβει μια ηγεμονική θέση στην πολιτική σκηνή. Είχε –τότε –την ευκαιρία μιας πραγματικά «καθαρής» εξόδου, χωρίς την αχρείαστη ζημιά της χαμένης τριετίας και χωρίς το σημερινό δηλητηριασμένο εξιτήριο, με το μνημονιακό υστερόγραφο μέτρων και υψηλών πλεονασμάτων. Είχε την ευκαιρία να κάνει τότε με σημαντικό πολιτικό όφελος, αυτό που υποχρεώθηκε να κάνει αργότερα, αυτό που διαφημίζει τώρα στο Καστελλόριζο, με αμφίβολο πια πολιτικό όφελος και υψηλό συσσωρευμένο κόστος.

Εχασε, χάσαμε, την ευκαιρία. Αλλά γιατί;

Ηταν, ίσως, η αντοχή της αυταπάτης πως οι Ευρωπαίοι θα υποχωρούσαν έντρομοι στο τέλος μπροστά σε έναν «ελληνικό εκβιασμό». Ηταν, οπωσδήποτε, η δυσκολία του Τσίπρα που ήταν ανέτοιμος τότε για μια σύγκρουση με την αντι-ευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματός του (την οποία τελικά δεν απέφυγε). Ηταν ο φόβος του πολιτικού κόστους, που θα είχε αυτό που τότε εκλαμβανόταν ως «κωλοτούμπα», κι έγινε με χειρότερους όρους λίγο αργότερα. Κι ήταν και η πεποίθηση πως για ένα κόμμα της Αριστεράς ένας συμβιβασμός με τους ευρωπαίους εταίρους, με τη «νεοφιλελεύθερη», τάχα, Ευρώπη, θα ήταν ύβρις, απάρνηση της αριστεροσύνης της. Η πεποίθηση αυτή αντέχει ακόμη –ενώ στ’ αλήθεια η αριστεροσύνη είχε τρωθεί, αντιθέτως, από την προσχώρηση της Αριστεράς στην ιδεολογία και τη ρητορική ενός «αντιμνημονιακού μετώπου» με λαϊκοδεξιό πρόσημο.

Ο,τι έγινε, έγινε. Αλλά, τουλάχιστον, έμαθαν κάτι από το σκληρό αυτό μάθημα, ενόψει μιας εξόδου που, αν δεν μπορεί πια να είναι καθαρή, τουλάχιστον πρέπει να καταστεί ανεπίστρεπτη;