Τον τελευταίο καιρό κάτι άλλαξε στον Αλέξη Τσίπρα. Κυρίως σε επίπεδο επικοινωνιακής πολιτικής. Για παράδειγμα, ο Πρωθυπουργός, έπειτα από μήνες, βγαίνει πάλι από το γραφείο του, γεγονός που στην Ελλάδα συνιστά πλέον είδηση. Τον είδαμε στο Καστελλόριζο, στη Ρόδο, σε συνάντηση με equity funds και ενδεχομένως να ετοιμάζεται και για άλλες, ανάλογες, κινήσεις. Φαίνεται δε ότι έχει δώσει εντολή και στις ομάδες του να δουλέψουν ή έστω να βάλουν διπλή ταχύτητα για να κλείσουν μέτωπα ή ό,τι προλάβουν.

Κάθε φορά που εμφανίζεται, επιδιώκει να καθησυχάσει τους Ελληνες για την πορεία των εθνικών θεμάτων, αλλά και της οικονομίας, όπου το επιτελείο του ισχυρίζεται ότι ετοίμασε ολόκληρο αναπτυξιακό σχέδιο για τη μεταμνημονιακή εποχή, δηλαδή από τις 20 Αυγούστου και μετά.

Με λίγα λόγια, το καταλάβαμε: ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε, ατύπως, προεκλογική εκστρατεία. Επίσης, μπορεί να μην το λέει, αλλά όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, θέλει να… νικήσει. Κι αυτό γιατί έχει την ίδια εμμονή με πολλούς άλλους αρχηγούς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, που έζησαν και μερικοί ζουν ακόμα κυρίως για την καρέκλα, την εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα; Ο Φρανσουά Μιτεράν ήξερε ότι ήταν άρρωστος με καρκίνο όταν «έτρεξε» και κέρδισε δεύτερη επταετία το 1988, αλλά η εντολή στις ομάδες του ήταν σαφής: «Η εξουσία και τίποτε άλλο».

Υπ’ αυτούς τους όρους, δεν είναι παράλογο να ονειρεύεται κάτι ανάλογο και ο έλληνας Πρωθυπουργός. Το θέμα όμως είναι αν μπορεί και να τα καταφέρει. Διότι, όσο αργά κι αν γίνουν οι εκλογές, όσο χρόνο κι αν επιχειρήσει να εξοικονομήσει για να πείσει τον ελληνικό λαό για το έργο του και τις προοπτικές του, φαίνεται να έχει χάσει το κρίσιμο στοίχημα: της εμπιστοσύνης.

Το μεγάλο πρόβλημα για τον Αλέξη Τσίπρα είναι ότι ο ελληνικός λαός, ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία Μνημόνια και με μια αληθινή απειλή, την τουρκική, προ των πυλών, είναι ώριμος και ξέρει. Φαίνεται εξάλλου στις δημοσκοπήσεις. Προκύπτει αβίαστα από το γκάλοπ που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ».

Και όσο και να δουλέψουν τώρα οι ομάδες του Πρωθυπουργού με διπλή ταχύτητα, δεν μπορούν να αναπληρώσουν την προηγούμενη τριετία, κατά την οποία «πάγωσαν» όλα, δεν προχώρησαν οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, παρά μόνο οι απαραίτητες για κάθε αξιολόγηση, δεν άλλαξε το κλίμα για τις επενδύσεις και η καθημερινή ζωή του πολίτη είναι ένας εφιάλτης.

Η μόνη μας ελπίδα, από τώρα έως και τις κάλπες, είναι να ακούσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα ψέματα, αν και, όπως έλεγε κι ένας παλιότερος πολιτικός, τα περισσότερα ακούγονται πριν από τις εκλογές, μέσα σε πόλεμο ή μετά το κυνήγι…