«Αλλού»: μία και μόνη λέξη από το τηλεοπτικό διάγγελμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναφέρεται εμμέσως στην Ελλάδα. Είναι το απόσπασμα που λέει ότι «οι εξελίξεις στη Συρία και αλλού κατέστησαν επιτακτική τη στροφή σε ένα νέο εκτελεστικό σύστημα, ώστε να κάνουμε πιο ισχυροί τα αναγκαία βήματα προς το μέλλον της χώρας». Αν το ξαναδιαβάσει όμως κανείς, μαζί με τις σχετικές αναλύσεις από τον ξένο Τύπο, συμπεραίνει ότι μάλλον στους Κούρδους αναφέρεται. Ή στους γκιουλενιστές. Ή στους δημοσιογράφους. Στους εχθρούς του λαού, εν πάση περιπτώσει.

Ακούγεται απογοητευτικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανακουφιστικό: η χώρα μας δεν περιλαμβάνεται στα βαριά χαρτιά του τούρκου προέδρου. Ο Ερντογάν δεν είχε στο μυαλό του τον Καμμένο όταν προκήρυξε τις πρόωρες εκλογές. Ισως δεν ανήκει σ’ εκείνους που παθαίνουν αμόκ μαζί του. Ισως πάλι να έχει γίνει κατανομή ρόλων, και τον ατίθασο υπουργό να τον έχουν αναλάβει άλλα στελέχη. Το πιθανότερο είναι ότι η τουρκική ηγεσία απλώς το διασκεδάζει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι τις 24 Ιουνίου δεν θα συντηρήσει την ένταση σε όλα τα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου του Αιγαίου. Ο αμερικανός πρεσβευτής Τζέφρι Πάιατ ήξερε πολύ καλά τι έλεγε πρόσφατα, όταν μας προειδοποιούσε να ετοιμαστούμε το επόμενο δίμηνο για αναταράξεις. Ο Ερντογάν θέλει ένα τέτοιο κλίμα για τον ίδιο λόγο που το θέλει και ο Πούτιν: για να δείχνουν στους λαούς τους ότι αυτοί, και μόνον αυτοί, μπορούν να τους προστατεύσουν από εκείνους που τους επιβουλεύονται. Θα υπάρξουν λοιπόν προκλήσεις, στο εξωτερικό και το εσωτερικό. Ακόμη και στημένες τρομοκρατικές επιθέσεις στο έδαφος της Τουρκίας φοβούνται ορισμένοι αναλυτές, προκειμένου να πειστεί η κοινή γνώμη για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η πατρίδα.

Οταν τελειώσουν όμως όλα αυτά, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να είναι γείτονάς μας και ο Ερντογάν θα είναι ισχυρότερος από ποτέ. Ισως λοιπόν τότε να ασχοληθούμε και με άλλες, βαθύτερες, αλλαγές που συντελούνται στην τουρκική κοινωνία. Οπως για παράδειγμα η υποχώρηση της «τουρκικότητας» και η αντικατάστασή της από τον μουσουλμανικό εθνικισμό.

Χάρις στην απόφαση της κυβέρνησης να ανοίξει το μητρώο πολιτών, ένα μνημειώδες αρχείο γενεαλογικών πράξεων που φτάνει μέχρι τα οθωμανικά χρόνια, οι Τούρκοι ανακαλύπτουν ότι η φυλετική τους καθαρότητα ήταν μύθος. Ενας εθνικιστής έμαθε ότι η προγιαγιά του ήταν Κούρδισσα. Μια συγγραφέας ανακάλυψε ότι το όνομα του προπάππου της ήταν Ισαάκ. Ενας άλλος διαπίστωσε ότι έχει ευρωπαϊκές ρίζες και αποφάσισε να ζητήσει διπλή υπηκοότητα.

Η Αριστερά φοβάται ότι αυτή η διαδικασία εντάσσεται σε μια γενικότερη εκστρατεία εξισλαμισμού και ότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε εμφύλιο πόλεμο. Η αναζήτηση της ταυτότητας όμως, όσο επώδυνη κι αν είναι, μόνο καλό μπορεί να κάνει σε έναν λαό. Τον προσγειώνει, τον μαλακώνει, τον κάνει ωριμότερο. Κι είναι πιο δύσκολο μετά να ακολουθήσει πιστά έναν Μεσσία.