Οποιαδήποτε στρατηγική επέμβαση είναι απεχθής, πολύ περισσότερο μια επέμβαση που έχει ως επικεφαλής τον Ντόναλντ Τραμπ, έστω κι αν σε αυτή συμμετέχουν άλλες χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά το κρίσιμο δίλημμα είναι: Τι κάνετε; Αφήνετε εντελώς ατιμώρητο τον Ασαντ να δολοφονεί αμάχους και μικρά παιδιά χρησιμοποιώντας απαγορευμένα χημικά όπλα; Μέχρι σήμερα το καθεστώς Ασαντ έχει εξολοθρεύσει στον εμφύλιο πόλεμο πάνω από μισό εκατομμύριο πολίτες, ενώ έχει οδηγήσει σε προσφυγιά ή εκτοπισμό τον μισό περίπου πληθυσμό της χώρας. Η απάντηση στο δίλημμα είναι ότι, πρώτον, δεν μπορείτε να παραμείνετε αδιάφοροι, να μην κάνετε τίποτε. Η αδράνεια δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για τις πολιτισμένες, δημοκρατικές χώρες της Δύσης. Εκτρέφει τέρατα και ενθαρρύνει κάθε παρανοϊκό να επιδίδεται σε γενοκτονίες, εκκαθαρίσεις, εξολόθρευση αντιπάλων, άμαχου πληθυσμού, παιδιών. Δεύτερον, θα πρέπει να δράσετε. Να σταματήσετε μια τέτοια «ανθρωπιστική καταστροφή». Και ο ενδεδειγμένος τρόπος για τέτοια δράση είναι βεβαίως μέσω (νομιμοποιημένης) απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να λάβει απόφαση. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να αποφασίσει καθώς είναι σχεδόν σταθερά «μπλοκαρισμένο» στο θέμα της Συρίας από το βέτο της Ρωσίας (και δευτερευόντως της Κίνας).

Η διεθνής κοινότητα ανέπτυξε στη δεκαετία του 1990, μετά τις τραγικές ανθρωπιστικές συνέπειες των συγκρούσεων στα Βαλκάνια και τη γενοκτονία στη Ρουάντα, την έννοια της «ανθρωπιστικής επέμβασης» (humanitarian intervention) και του δικαιώματος της «προστασίας του άμαχου πληθυσμού» (the right to protect) ως δύο προοδευτικές αρχές για την προστασία των πολιτών από την αυθαιρεσία ή ακόμα και την κτηνώδη συμπεριφορά καθεστώτων και ηγετών. Σύμφωνα με τη Mary Kaldor της LSE «μια ανθρωπιστική επέμβαση μπορεί να συνεπάγεται τη χρήση στρατιωτικής δύναμης, ο στόχος της όμως δεν είναι να συντρίψει κάποιους εχθρούς αλλά να σώσει ζωές και να προστατεύσει άμαχο πληθυσμό». Επομένως οι επεμβάσεις αυτού του τύπου δεν (πρέπει να) συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου πολέμου. Βεβαίως η έννοια της «ανθρωπιστικής επέμβασης» ατόνησε καθώς είτε δεν απέδωσε σε ορισμένες περιπτώσεις ή χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικώς σε άλλες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Συρίας και από τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορούσε να πάρει απόφαση η εντελώς περιορισμένη και αυστηρά εστιασμένη επέμβαση ήταν αναπόφευκτη (έστω και για τα μάτια του κόσμου). Δυστυχώς. Ο Ασαντ δεν έπρεπε να παραμείνει εντελώς ατιμώρητος. Το γενικότερο όμως πρόβλημα με τη Δύση είναι ότι δεν έχει απολύτως καμία αξιόπιστη στρατηγική για τον ειρηνικό τερματισμό της παρατεταμένης εμφύλιας σύγκρουσης στη Συρία, με όλες τις ολέθριες συνέπειες που παράγει (μεταξύ άλλων και το προσφυγικό πρόβλημα).

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αυτονόητο είναι πως θα προτιμούσε να μην υπάρξει η επέμβαση και οπωσδήποτε από τη στιγμή που υπήρξε δεν νοείται η άμεση στρατιωτική εμπλοκή της. Αλλά η θέση της από την άλλη μεριά δεν μπορεί παρά να είναι σαφής υπέρ των δυτικών δυνάμεων, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη για οριστική ειρηνική επίλυση της εμφύλιας σύγκρουσης στη χώρα.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών