Διαβάζοντας για τη συσκευή Seatrac του Ιγνάτιου Φωτίου, συνειδητοποίησα μια πραγματικότητα που θα έπρεπε να μας πληγώνει. Νησιώτισσα γαρ αλλά και από τους ανθρώπους που «στραγγίζουν» το καλοκαίρι τους (που σημαίνει ότι έχω στο ενεργητικό μου χιλιάδες ώρες στις ελληνικές παραλίες), δεν θυμάμαι να έχω δει πολλές φορές ανθρώπους με κινητικά προβλήματα στις θάλασσές μας.

Συγκεκριμένα, δεν θυμάμαι ούτε μία, εκτός ίσως από κάτι αποσπασματικές σκηνές πίσω από βραχάκια, από τις οποίες απέστρεφα το βλέμμα μου. Ισως από διακριτικότητα, ίσως πάλι επειδή το όλον θέαμα ήταν εξευτελιστικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τόσο του ΑμεΑ όσο και του συνοδού του. Και αυτό, τα νεότερα χρόνια. Διότι σε δεκαετίες πριν από το 1980 μια γυναίκα στην Πάρο που επέμενε να πηγαίνει το με κινητικά προβλήματα παιδί της στη θάλασσα, ζώντας καθημερινά μια μικρή οδύσσεια, «τρελή» την έλεγαν.

Αντίθετα, κάποια καλοκαίρια που έτυχε να βρεθώ σε παραλίες της Βρετάνης και του ιταλικού Βορρά (αυτές με τις γκρίζες, θολές θάλασσες που δεν σε προκαλούν και πολύ να βουτήξεις), η παρουσία των ΑμεΑ ανάμεσα στους λουομένους, έστω και χωρίς τη συσκευή του Ιγνάτιου, ήταν τόσο ενταγμένη στην κανονικότητα που όταν το βλέμμα μου στάθηκε πάνω τους λίγο παραπάνω, ήταν ίσα ίσα για να συνειδητοποιήσω τον επαρχιωτισμό μου. Δεν πρόκειται για ένα θέμα που έχει να κάνει μόνο με την κοινωνική συνείδηση και την παιδεία, αλλά και με την ποιότητα της ζωής ενός ΑμεΑ. Ακόμη και με τη βελτίωση της κατάστασής του, αφού πολλές φορές το κολύμπι στη θάλασσα είναι μέρος της θεραπευτικής αγωγής. Πολύ περισσότερο στην εποχή μας κατά την οποία τα τροχαία ατυχήματα έχουν καθηλώσει σε αμαξίδια πολλούς νέους ανθρώπους, οι οποίοι, παρά τα διακινούμενα τσιτάτα περί ίσων ευκαιριών, ζουν μια δύσκολη καθημερινότητα με πεζοδρόμια χωρίς ράμπες και θέσεις πάρκινγκ που είναι συνήθως κατειλημμένες. Οσον δε αφορά την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στη θάλασσα, ειδικά στην Ελλάδα, δεν είναι απλώς δείγμα πολιτισμού. Είναι απόδειξη δημοκρατίας.