Η κατάθεση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, στο αμερικανικό Κογκρέσο δύσκολα μπορεί να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού σε μία επιχείρηση που εμπορεύεται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών της. Η πιο χαρακτηριστική στιγμή ήταν όταν ο γερουσιαστής του Ιλινόι Ρίτσαρντ Ντέρμπιν ρώτησε τον Ζάκερμπεργκ αν θα ήθελε να μοιραστεί το όνομα του ξενοδοχείου του και τα ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους είχε ανταλλάξει μηνύματα μέσα στην εβδομάδα –ακριβώς το είδος των δεδομένων που ανιχνεύει και χρησιμοποιεί το Facebook. Ο Ζάκερμπεργκ απάντησε αρνητικά. «Νομίζω πως αυτό ακριβώς είναι το θέμα μας», είπε ο Ντέρμπιν. «Το δικαίωμά σου στην ιδιωτικότητα». Οι επικριτές του Facebook επισημαίνουν αυτό το σημείο εδώ και χρόνια. Ο Στέφανο Κινταρέλι, ένας από τους σπουδαιότερους ευρωπαίους ειδικούς στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών και ένθερμος υποστηρικτής της διαδικτυακής ιδιωτικότητας (μέχρι πρόσφατα, και μέλος της ιταλικής Βουλής), έχει υπάρξει επίμονος και προφητικός επικριτής του τρόπου με τον οποίο καταχράται το Facebook τη θέση του στην αγορά, καθώς και τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών του. Υπερασπίζεται από καιρό μία δυνατή ιδέα: ότι ο καθένας από μας θα έπρεπε να διατηρεί τον έλεγχο του online προφίλ του, το οποίο θα έπρεπε να μπορεί να μεταφέρει εύκολα από ένα πόρταλ σε άλλο. Αν αποφασίσεις ότι δεν σου αρέσει το Facebook, να μπορείς να μετακινηθείς σε κάποιον ανταγωνιστή χωρίς να χάσεις τις συνδέσεις με τις επαφές που παραμένουν στο Facebook.

Για τον Κινταρέλι, το σκάνδαλο της Cambridge Analytica ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του ανεύθυνου επιχειρηματικού μοντέλου του Facebook. Το τελευταίο έχει πλέον αναγνωρίσει ότι η Cambridge Analytica δεν είναι η μόνη που εκμεταλλεύτηκε προσωπικά προφίλ τα οποία απέκτησε από το Facebook.

Σε προσωπική επικοινωνία μαζί μου, ο Κινταρέλι λέει πως ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων (ΓΚΠΔ) της ΕΕ, που θα τεθεί σε ισχύ στις 25 Μαρτίου έπειτα από έξι χρόνια προετοιμασίας και συζητήσεων, «μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός σε ορισμένα θέματα». Με βάση τον ΓΚΠΔ, σημειώνει, «οι οργανισμοί που δεν συμμορφώνονται μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με βαριά πρόστιμα, έως και το 4% των εσόδων τους. Αν ήταν ήδη σε ισχύ, το Facebook, προκειμένου να αποφύγει τα πρόστιμα, θα είχε αναγκαστεί να ενημερώσει τις Αρχές για τη διαρροή των δεδομένων μόλις την αντιλήφθηκε, πολύ πριν από τις τελευταίες αμερικανικές εκλογές».

Μία άλλη ένθερμη υπέρμαχος της διαδικτυακής ιδιωτικότητας, η Σάρα Σπίκερμαν, καθηγήτρια στη Σχολή Οικονομικών και Επιχειρήσεων της Βιέννης, δίνει έμφαση στην ανάγκη καταστολής των «αγορών προσωπικών δεδομένων», που θεωρούν τα προσωπικά δεδομένα το «νέο πετρέλαιο» της ψηφιακής οικονομίας –αλλά, όπως φαίνεται, και της πολιτικής. «Περισσότερες από χίλιες εταιρείες», επισημαίνει, «εμπλέκονται σήμερα σε μία ψηφιακή αλυσίδα αξίας των πληροφοριών που αντλεί δεδομένα από οποιαδήποτε διαδικτυακή δραστηριότητα και παραδίδει στοχευμένο περιεχόμενο στους χρήστες μέσα σε 36 δευτερόλεπτα από την είσοδό τους στο ψηφιακό βασίλειο».

Μέχρι τώρα, η τεράστια δύναμη του Facebook εμπόδιζε την εφαρμογή των πρακτικών ιδεών ανθρώπων όπως ο Κινταρέλι και η Σπίκερμαν. Το πρόσφατο σκάνδαλο, ωστόσο, άνοιξε τα μάτια του κοινού μπροστά στην απειλή που εκπροσωπεί η απραξία για την ίδια τη δημοκρατία.

Ο Τζέφρι Σακς είναι καθηγητήςΒιώσιμης Ανάπτυξης και Πολιτικής της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, διευθυντής του Κέντρου Βιώσιμης Ανάπτυξης του Κολούμπια και του Δικτύου Βιώσιμων Αναπτυξιακών Λύσεων του ΟΗΕ. Επίσης είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, με πιο πρόσφατο το «Οικοδομώντας τη νέα αμερικανική οικονομία».