Δεν γίνεται, όλοι σας θα τα έχετε προσέξει, ακόμη και αν δεν έχετε διαβεί ποτέ το κατώφλι τους ή δεν έχετε κοντοσταθεί για να τα παρατηρήσετε καλύτερα. Δεν αποκλείεται, ενώ είστε μέσα στο ταξί, να αναρωτηθήκατε πότε πρόλαβαν και έγιναν τόσο πολλά και πώς είναι δυνατόν, τόσο κοντά το ένα στο άλλο, να υπάρχει για όλα τους αγοραστικό κοινό και να συντηρούνται. Να συντηρούνται σχεδόν απτόητα όταν τα περιθώρια του κέρδους τους είναι σχεδόν μηδαμινά –αυτό όμως θα το έχετε καταλάβει αν είστε άνθρωπος που το «ψάχνει» το πράγμα και έχει διαπιστώσει τη διαφορά των τιμών ανάμεσα στα μεγάλα σουπερμάρκετ, τις λεγόμενες «αλυσίδες», και τα λιλιπούτεια μαγαζάκια με τη, δειλά να ξεπροβάλλει, ταμπέλα «Μίνι μάρκετ» –όχι σε όλα τους.

Δεν αποκλείεται μάλιστα, όταν σχεδόν καταχρηστικά μπήκατε για πρώτη φορά μέσα, είτε γιατί ήταν προχωρημένη η ώρα –τα περισσότερα μένουν ανοιχτά ως τη μία, τις δύο ή και τις τρεις τα ξημερώματα –είτε γιατί επειγόσασταν και το φιρμάτο σουπερμάρκετ δεν ήταν κοντά σας, να ορκιστήκατε πως ήταν και η τελευταία φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οτι δε θα ξαναπατούσατε το πόδι σας, για να συνειδητοποιήσετε στο μεταξύ, αφού έχετε δρασκελίσει το κατώφλι τους δυο-τρεις φορές και έχετε και κάτι αγοράσει, ότι έχετε παραβεί τον όρκο σας, όπως τόσες φορές το έχετε κάνει στη ζωή σας, χωρίς να συμβεί κανένα ανεπανόρθωτο κακό. Αντίθετα, μπορεί συχνά να έχετε ευεργετηθεί κιόλας.

Στην Αριστοτέλους, την Αχαρνών, την Πατησίων, την 3ης Σεπτεμβρίου, αλλά και στη Χαριλάου Τρικούπη των Εξαρχείων –όχι βέβαια της Κηφισιάς -, στη Λιοσίων ή στο Παγκράτι και στους Αμπελοκήπους, στα μίνι μάρκετ αυτά, με τον άλλοτε πακιστανό και ινδό και άλλοτε κονγκολέζο και σριλανκέζο ιδιοκτήτη τους, θα ‘λεγες πως ο συγχρωτισμός τους τελικά όχι μόνο με τους ομοεθνείς τους αλλά και με τους αλλοεθνείς, κυρίως όμως με τους Ελληνες, να τους δίνει μια περίεργη συστολή που σχεδόν γίνεται διάθεση απολογητική, αν συμβεί να μην έχουν ένα προϊόν που τους ζητείτε (για παράδειγμα πιπέρι ή μαγιονέζα) ή αν το έχουν σε μια ακριβότερη συσκευασία ή αν αδυνατούν να σας εξυπηρετήσουν δίνοντάς τους ένα πενηντάευρω για να το αλλάξουν σε χαρτονομίσματα των είκοσι και των δέκα ευρώ χωρίς να έχετε αγοράσει οτιδήποτε.

Η «σχέση» μαζί τους παραμένει συνήθως μια σχέση τυπική, όχι βέβαια με όλους, αν προσέξετε πως έχουν δίπλα τους ένα τετραδιάκι για να χρεώνουν όσους συμβαίνει να αγοράζουν χωρίς να πληρώνουν –έχουμε μήπως μια επιστροφή του περίφημου «βερεσέ» που έχει τροφοδοτήσει σε παλαιότερα δίσεκτα χρόνια τη λογοτεχνία με αριστουργηματικές σελίδες; Μια «σχέση» κρίσιμη και πολύ ουσιαστική για να μπορείτε να την αγνοήσετε, αφού όση εμπιστοσύνη δείχνατε να μην έχετε εσείς όταν πρωτομπαίνετε σε ένα αντίστοιχο μαγαζί, άλλη τόση φαίνεται να αναπτύχθηκε σταδιακά στον ίδιο τον μαγαζάτορα σε σχέση με εσάς, που όσο καλός άνθρωπος και αν είναι, δεν θα ήθελε σε καμιά περίπτωση να χάσει τα χρήματά του. Ακόμη και αν τον θεωρεί έναν τρόπο για να προσελκύσει πελατεία, θα έχει υπολογίσει ότι πρόκειται για έναν τρόπο που ακόμη και μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί επικερδής παρά ζημιογόνος.