Πριν από μερικές μέρες, ένας απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού, μάλιστα 88 ετών, βρέθηκε αντιμέτωπος με ληστές που εισέβαλαν νύχτα στο σπίτι του. Πυροβόλησε και τραυμάτισε τον έναν.

Το περιστατικό δεν χωρά ερμηνείες. Αν τα πράγματα έγιναν έτσι όπως δημοσιεύθηκαν, ένας πολίτης αμύνθηκε πυροβολώντας δυο ληστές που εισέβαλαν στο σπίτι του. Επελήφθη η Δικαιοσύνη. Επίσης, ξέσπασε δημόσια συζήτηση, στην οποία έλαβε μέρος και ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας. Το θέμα της συζήτησης ήταν αν δικαιούται ένας πολίτης να αμυνθεί σε περίπτωση απειλής κατά της περιουσίας ή της ζωής του. Αλλά ο Νίκος Τόσκας, αρμόδιος διά των υφισταμένων του Αρχών να προστατεύει την περιουσία και τη ζωή των ανθρώπων, έκρινε σωστό να κάνει υποδείξεις στον πολίτη επειδή αμύνθηκε. «Δεν μπορεί ο κάθε πολίτης να κατέχει και να κάνει χρήση όπλου απλά γιατί βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι. Δεν είμαστε Φαρ Ουέστ», επιτίμησε τον πολίτη ο υπουργός, υποκαθιστώντας μάλιστα τις δικαστικές Αρχές που θα δικάσουν την υπόθεση.

Ο υπουργός δεν πρωτοτυπεί. Εκφράζει μεγάλο φάσμα δήθεν προοδευτικών απόψεων, σύμφωνα με τις οποίες οι πολιτικές ασφάλειας είναι στην ουσία πολιτικές καταστολής, άρα δεν πειράζει που η Αστυνομία δεν κάνει τη δουλειά της. Ο υπουργός που θεωρεί την εγκληματικότητα κάτι κανονικό, ο άνθρωπος που ανέχεται τους Ρουβίκωνες, τα πανεπιστήμια ως ορμητήρια μπαχαλάκηδων, τη βία των Εξαρχείων, έπειτα από κάθε περιστατικό βίας κάνει κηρύγματα. Χθες, ας πούμε, μετά το δολοφονικό χτύπημα ληστών εναντίον πολίτη που αντιστάθηκε, ο Νίκος Τόσκας παρίστανε τον κοινωνιολόγο. «Αγγελικά πλασμένο κόσμο και κόσμο χωρίς προβλήματα, εγκλήματα και παραβάσεις αν κάποιος ξέρει να μας τον πει», είπε. Και παρότρυνε τους πολίτες, αν πέσουν θύματα ληστείας, να κάνουν ό,τι τους συμβουλεύει η Αστυνομία, τον ψόφιο κοριό, να κάνουν δηλαδή ότι κοιμούνται για να μην τους πειράξουν.

Αυτά τούτος ο άνθρωπος τα έλεγε χθες. Ενώ ο βαριά τραυματισμένος έδινε μάχη για τη ζωή του. Προσβάλλοντας και τον τραυματία που αμύνθηκε και όσους διεκδικούν ένα κράτος οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του οποίου, αντί να κοινωνιολογούν, θα όφειλαν να κάνουν τη δουλειά τους. Και καμιά φορά, όταν η αποτυχία τους υπερέβαινε τα όρια, να παραιτούνταν με σκυφτό το κεφάλι, μήπως και ο επόμενος τα κάνει καλύτερα απ’ αυτούς.