Να, λοιπόν, που γίναμε ατραξιόν. Τώρα βέβαια υπάρχει μια πολύ περιγραφική παροιμία που λέει τι έμαθαν ό,τι κάνουμε και ποιοι πλακώσανε, αλλά άντε να τα βγάλεις πέρα με την πολιτική ορθότητα. Πάντως το γεγονός παραμένει ότι μετά τη θεματική εκδρομή στην Ελλάδα που διαφήμιζε η βρετανική εφημερίδα «Guardian» στην ηλεκτρονική της έκδοση για να γνωρίσει ο επισκέπτης πώς ακριβώς εξαθλίωσε τη ζωή μας η οικονομική κρίση και με bonus track επίσκεψη σε προσφυγικούς καταυλισμούς και σε υπερχρεωμένα οινοποιεία στη Σάμο, ανοίγει νέους ορίζοντες στον ΕΟΤ. (Βέβαια η αρμόδια υπουργός κυρία Κουντουρά θα έχει ίσως ένα μικρό πρόβλημα διότι, όπως είπε λίγους μήνες πριν, οι Ελληνες δεν ψάχνουν πια στα σκουπίδια για φαγητό, αλλά κάτι θα κατεβάσει το όμορφο με κοντοκουρεμένο καρέ κεφάλι της). Θα μπορούσαν, ας πούμε, να γίνουν νέες καμπάνιες. Το «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα» να τροποποιηθεί σε «Ζήσε τον εφιάλτη σου στην Ελλάδα». Κάτι σαν το τρενάκι του τρόμου με την ευγενική χορηγία της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Τέρμα πια η τουριστική κεφαλαιοποίηση των τριών S (sea, sun, sex). Τώρα θα έχουμε τα δύο p (poor and proud). Το λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου στην κυριολεξία. Το κρασί με ρέγουλα γιατί κοστίζει, η θάλασσα με μέτρο μήπως σκάσει καμιά πετρελαιοκηλίδα και στη θέση του αγοριού ο πρώην υπουργός που ο «Guardian» περιελάβανε στο τουριστικό του πακέτο και που, υποθέτω, ότι θα ψιθύριζε στο αφτί της αγγλίδας νοσοκόμας τουρίστριας εκμαυλιστικά μυστικά φτώχειας. Θα πρότεινα μάλιστα το πακέτο να εμπλουτιστεί με τουρ σε σπίτια που έχει κόψει το ρεύμα η ΔΕΗ, sightseeing στους άστεγους της Σταδίου, συμμετοχή σε συσσίτια απόρων, υπερθέαμα στους πλειστηριασμούς της Τετάρτης (ενώ όσοι θέλουν και τον Παναγιώτη τον Λαφαζάνη σκαρφαλωμένο στη σκάλα της κλούβας, πληρώνουν εξτρά). Επίσης, θα μπορούσε να υπάρχει και ακριβότερο πακέτο XL με ξενάγηση στους χώρους των ελληνικών πανεπιστημίων, σχολιασμό των κακότεχνων γκραφίτι στους δρόμους της Αθήνας από κριτικούς τέχνης, ένα εξτραδάκι Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ στα Εξάρχεια και μία βραδιά στην Μποφίλιου.

Ας σοβαρευτούμε, όσο μπορούμε βέβαια, μέσα σε αυτό το θέατρο του μεταπαραλόγου που έχει καταργήσει τα όρια ανάμεσα στην τραγωδία και τη φάρσα. Η φτώχεια «πουλάει». Το ξέρουμε ακόμη και ως «καταναλωτές» αυτής της συνθήκης. «Πουλάει» εικαστικά –και μόνο εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των οικογενειών των ανθρακωρύχων να θυμηθούμε από την εποχή του αμερικάνικου κραχ. «Πουλάει» όμως και ιδεολογικά μέσα από την ωραιοποίησή της, που άλλοτε γίνεται ασυνείδητα και άλλοτε συνειδητά. Και στις δύο περιπτώσεις όμως βολεύει όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να την καταπολεμήσουν στη βάση της. Και βολεύει κυβερνήσεις που θέλουν αποχαυνωμένους πολίτες. Ο πεινασμένος είναι έτοιμος να φάει ευχαρίστως ό,τι τον ταΐσεις. Ακόμη και σκουπίδια. Κυρίως μάλιστα σκουπίδια επικοινωνιακά. Μόλις χθες άκουγα τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιο Κούλογλου να λέει ότι βεβαίως και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι μια αριστερή κυβέρνηση όχι γιατί καταπολεμάει τη φτώχεια –προς Θεού! –αλλά γιατί αποκαλύπτει σκάνδαλα. Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά. Να τρώμε ψωμί και κρεμμύδι και να παρακολουθούμε Novartis στο κανάλι της Βουλής.

Η Μάγια Τσόκλη, με την εμπειρία των ανά τον κόσμο ταξιδιών της, έχει πει ότι η φτώχεια έχει φωτογένεια. Ελάτε, λοιπόν, να πιαστούμε χέρι χέρι και say cheese.