Σίγουρα είναι άδικο και ανακριβές να συνδυάζουμε τη σαχλαμάρα με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Υπό μία έννοια η σαχλαμάρα ήταν πάντοτε συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση και όχι αποκλειστικά με το μεσογειακό μας ταπεραμέντο. Για να μην πελαγοδρομήσουμε σε παλαιότερες εποχές, όπου κάποιος πόλεμος ή κάποια θεομηνία κήρυσσε κατά καιρούς προσωρινή κατάπαυση σαχλαμάρας ώσπου να επιστρέψει ευθύς κατόπιν δριμύτερη, θα λέγαμε ότι στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ήταν η δικτατορία των συνταγματαρχών εκείνη που προέβαλε τη σαχλαμάρα –την ελαφρότητα, γενικότερα –ως επιθυμητό μοντέλο ζωής και ως αντίβαρο σε μια ανεπιθύμητη πολιτικοποίηση με απρόβλεπτες παρενέργειες. Με τη χούντα λοιπόν ως πρώτη διδάξασα, η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ο δεύτερος μεγάλος σταθμός, η δεύτερη συντονισμένη απόπειρα επιβολής της σαχλαμάρας στην κοινωνία μας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από το 2005 κι εντεύθεν, η τρίτη και η χειρότερη. Σήμερα, έπειτα από μισόν αιώνα επίμονης και μεθοδικής εκπαίδευσης στη σαχλαμάρα, το ερώτημα μπορεί να ακούγεται ανεπίτρεπτα αφελές: υπάρχουν όρια στη σαχλαμάρα; Μπορούμε κάπου – κάπως – κάποτε να χαράξουμε τη δική μας κόκκινη γραμμή;

Απαραίτητο συστατικό της σαχλαμάρας είναι η αμετροέπεια –μια έλλειψη μέτρου κι αίσθησης των αναλογιών που, σε αντίθεση με την αμετροέπεια της δηκτικής σάτιρας (το χαοτικό χιούμορ των Μόντι Πάιθον, ας πούμε), δεν επιχειρεί να αναδείξει κάποια βαθύτερη και συνήθως επώδυνη αλήθεια, αλλά στέκεται στον αφρό της θάλασσας, στην επιδερμίδα, σε μια κρούστα καζούρας. Οι βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1980 όπου κυριαρχεί η σαχλαμπούχλα είναι ίσως οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτού του είδους. Στις μέρες μας φορείς σαχλαμπούχλας (όχι πάντα) είναι και οι λεγόμενες «τρολιές» στο Διαδίκτυο: εσκεμμένες προβοκατόρικες απάτες που φιλοδοξούν να εκληφθούν ως αυθεντικές. Εχει τη σημασία του λοιπόν πως, όταν έσκασε μύτη σε γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα ένα ψήφισμα κάποιων οπαδών του ΠΑΟΚ, όλοι εμείς οι υποψιασμένοι, τρομάρα μας, θεωρήσαμε ότι ήταν «τρολιά» και, μάλιστα, όχι ιδιαίτερα πετυχημένη «τρολιά», καθότι έκανε «κρα» από μακριά ότι ήταν «τρολιά». Το γεγονός ότι τελικά δεν ήταν «τρολιά» μάς έφερε σε επαφή με ένα νέα, πρωτόγνωρη και άκρως επικίνδυνη μορφή σαχλαμάρας.

Τι έλεγε το ψήφισμα; Αντιγράφω επί λέξει: «Αν τολμήσετε να επιβάλλετε μεθοδευμένη εξοντωτική ποινή στον ΠΑΟΚ προς τέρψιν των Μαφιόζων της Αθήνας, αυτομάτως να θεωρήσετε ταφύλλα πορείαςμας, σε περίπτωση επιστράτευσης, ως απλάκουρελόχαρτα. Κανένας οπαδός του ΠΑΟΚ σε μάχες για τη δικιά σας Ελλάδα. Εμείςπολεμάμε ΜΟΝΟ για τον ΠΑΟΚ». Μάλιστα. Σοφόν το σαφές. Ως σατιρικό κείμενο ή, ακόμη ακόμη, και ως εμπρηστικό κείμενο κάποιων εχθρών του ΠΑΟΚ, ναι, θα έβγαζε νόημα. Μπορούσε όμως αυτό το κείμενο να είναι ένα κείμενο οπαδών του ΠΑΟΚ; Οσο και αν δυσκολευόμαστε να το χωνέψουμε, από τη στιγμή που κανένας σύνδεσμος οπαδών του ΠΑΟΚ δεν βγήκε να το καταγγείλει δημόσια (μονάχα μεμονωμένες επικριτικές φωνές ακούστηκαν, και αυτές ως προς το περιεχόμενο του ψηφίσματος, όχι ως προς τη γνησιότητά του), αντιθέτως, οι σύνδεσμοι κάλεσαν κι εξακολουθούν να καλούν τους οπαδούς να υπογράψουν το ψήφισμα, να ξεπεράσουν τις εκατό χιλιάδες υπογραφές (καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές προσεγγίζουν τις επτά χιλιάδες) προτού το στείλουν στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και προγραμματίσουν και άλλες, αδιευκρίνιστες εισέτι, κινητοποιήσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι σοβαρολογούν, με όσα κατάλοιπα σοβαρότητας, εν πάση περιπτώσει, τους επιτρέπει η τυφλή και ανεγκέφαλη οπαδική τους νοοτροπία.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων συνήθως δεν τα πάνε καλά με το ποδόσφαιρο –μολονότι αυτός ο κανόνας έχει και αρκετές λαμπρές εξαιρέσεις. Μπορεί ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες να έλεγε «δεν καταλαβαίνω γιατί τρέχουν πίσω από ένα κλωτσοσκούφι είκοσι δύο μαντραχαλαίοι με κοντά παντελονάκια», αλλά ο νομπελίστας Αλμπέρ Καμί ήταν εξαιρετικός ποδοσφαιριστής στα νιάτα του, καθώς και ο δικός μας, ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς. Αισθητά περισσότεροι διανοούμενοι λατρεύουν το ποδόσφαιρο από τις κερκίδες ή από τον καναπέ, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που επιχείρησαν να αποκαλύψουν στα βιβλία τους τα αόρατα νήματα που συνδέουν το πιο δημοφιλές άθλημα με τις εξωαθλητικές, ακόμη και με τις αντιαθλητικές δραστηριότητες, όπως είναι οι ένοπλες συρράξεις και τα ρατσιστικά πογκρόμ. Ο πολωνός συγγραφέας/δημοσιογράφος Ρίσαρντ Καπισίνσκι (1932-2007), στον εμβληματικό Πόλεμο του ποδοσφαίρου (Μεταίχμιο, 2002), περιγράφει με ασυνήθιστη αφηγηματική ενάργεια, μεταξύ πολλών άλλων συναρπαστικών προσωπικών του εμπειριών ανά την υφήλιο, πώς μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση ανάμεσα στην Ονδούρα και το Σαλβαδόρ, το καλοκαίρι του 1969, πυροδότησε έναν πόλεμο εκατό ωρών με έξι χιλιάδες νεκρούς, μερικές χιλιάδες τραυματίες, πενήντα χιλιάδες άστεγους και ανοιχτές συνοριακές πληγές επί δεκαετίες. Πιο πρόσφατα ο αμερικανός Κέβιν Σίμπσον, στο Ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων (MVPublications, 2017), χαρτογραφεί μια παγκόσμια επικράτεια του τρόμου την περίοδο του Μεσοπολέμου και, κυρίως, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις κατεχόμενες χώρες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου μια νίκη γοήτρου για τους αιχμαλώτους μπορούσε να σημαίνει και μια σίγουρη θέση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα· αλλά και η επιδεξιότητά σου στα τάκλιν, από την άλλη μεριά, το χάρισμά σου να ψυχαγωγείς τους δημίους σου, μπορεί να ήταν και το μοναδικό ανάχωμα ανάμεσα σ’ εσένα και το κρεματόριο.

Η σημερινή γενιά των ελλήνων φιλάθλων, στη συντριπτική της πλειονότητα, είναι μια γενιά ευλογημένη, εάν αναλογιστεί κανείς ότι δεν χρειάστηκε να βρεθεί σε κανένα πολεμικό μέτωπο επί σχεδόν μισό αιώνα. Οι τελευταίοι Ελλαδίτες και οι τελευταίοι Ελληνοκύπριοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης το 1974. Είναι ευχή όλων μας –εκτός ίσως ορισμένων ανίατων μιλιταριστών –το μακρύ διάλειμμα της ειρήνης να συνεχιστεί, και αυτή η ευλογημένη γενιά, όπως και η επόμενη, όπως και η μεθεπόμενη, να βλέπει τον πόλεμο μονάχα στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο και, φευ, στις εξωτερικές ειδήσεις, να παίζει πόλεμο μονάχα στις αλάνες και στα Ιντερνετ-καφέ, να μη λάβει ποτέ φύλλο πορείας και να μη βρεθεί ποτέ αντιμέτωπη με ένα πραγματικό, απτό, ανάλγητο δίλημμα ζωής και θανάτου, όμοιο με τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά εκατομμύρια συνομήλικοί της σε όλον τον κόσμο, χωρίς την πολυτέλεια, όχι να αναρτήσουν στο Διαδίκτυο, μα ούτε καν να ψιθυρίσουν στο παραμιλητό τους τις αμφιβολίες τους, εάν θα θυσιαστούν για κάποιο ανώτερο σκοπό ή εάν θα πάει στράφι η θυσία τους. Εως ότου βγει αληθινή η ευχή, ωστόσο, ας βουτάει η ευλογημένη γενιά τη γλώσσα της στο μυαλό της. Ας είναι αυτό το κατάπτυστο, το γελοίο ψήφισμα και η τελευταία της σπονδή στη σαχλαμάρα. Η δική της κόκκινη γραμμή.