Η τηλεοπτική διαφήμιση εταιρείας τηλεφωνίας και διαδικτυακών παροχών παίζει εδώ και λίγες εβδομάδες σε ώρες υψηλής τηλεθέασης. Μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων –και των δύο φύλων, όλων των ηλικιών, όλων των καταβολών και των αναφορών –που, αρχικά, στέκονται σε μία σειρά υπακούν στα κελεύσματα: «Οσοι ζουν σε μεγάλο αστικό κέντρο να κάνουν ένα βήμα μπροστά». «Οσοι δεν χρειάστηκε να δουλέψουν για να υποστηρίξουν τις σπουδές τους, το ίδιο». «Οσοι είχαν Iντερνετ από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους, επίσης». «Οσοι το πρώτο τους τηλέφωνο ήταν smartphone». «Οσοι βοηθήθηκαν από την τεχνολογία για να εξελιχθούν στη δουλειά τους». (Τότε, νομίζω, προχωράει και ένας νεαρός με αναπηρικό αμαξίδιο.) Το σποτ τελειώνει με την επισήμανση ότι κάποιοι έχουν μείνει πίσω επειδή, λόγω των συνθηκών, δεν είχαν ίσες ευκαιρίες ως προς την πρόσβασή τους στην τεχνολογία.

Δεν είχα δει καλά καλά τη διαφήμιση και άρχισα να ακούω, στις «ζωντανές» παρέες και τις «διαδικτυακές» συναναστροφές, μια έντονη κριτική για την εν λόγω καμπάνια και μάλιστα με το «σηκωμένο φρύδι» ενός καινούργιου είδους –πώς να το πω τώρα; – «λαϊκίστικου εστετισμού». Ή «εστέτ λαϊκισμού». (Τόσες έννοιες έχουμε δει να γίνονται φύρδην μίγδην τα τελευταία χρόνια, γιατί να μην το δούμε κι αυτό;) Να υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι αυτοί που στη διαφήμιση μένουν πίσω είναι οι πραγματικοί ήρωες και νικητές στη ζωή. Και όσοι αντιστέκονται στην τεχνολογία διότι μόνο με τη «σφήνα» αυτής της αντίστασης μένει ανοιχτή η πόρτα στην πραγματική παιδεία και μόρφωση. Γιατί αν δεν ασχολείσαι με το κινητό σου και το Iντερνετ, τότε μπορείς να πας σε θέατρα, σε μουσεία, να διαβάσεις, να δεις από κοντά τους φίλους σου, να γίνεις πιο «ανθρώπινος» και, σίγουρα, πιο διανοούμενος. Α, και ότι τα διεθνή κέντρα συνωμοσίας μάς θέλουν απαίδευτους και αμόρφωτους για να μας κρατάνε, έτσι, δέσμιους της τεχνολογίας και να μας μπουκώνουν με τις παροχές της ώστε να μας έχουν υποχείριά τους. …Κουράστηκα και μόνο γράφοντάς τα. Από το ισοπεδωτικό βάρος της υπεραπλούστευσης.

Μπόλικος λυρισμός, επενδυμένος σε ένα είδος τεχνοφοβίας. Που, έτσι όπως τον καταγράφω γύρω μου, μου φαίνεται σαν μετεξέλιξη του, πάλαι ποτέ, αντιμνημονιακού λόγου. Μια πιρουέτα εσωστρέφειας που αντιμετωπίζει το καινούργιο, εξ ορισμού, ως κάτι εχθρικό και απειλητικό. Μια ιδεολογική εμμονή που βολεύεται γυαλίζοντας τα καγκελάκια των διαχωριστικών γραμμών και γι’ αυτό δεν μπορεί να εντάξει το νεόφερτο στο προϋπάρχον. Και καλλιεργεί την εξιδανίκευση της φτώχειας, συνδέοντάς την, μονοσήμαντα, με αξιακά συστήματα.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Πανάξια τα παιδιά που έπρεπε να δουλέψουν για να σπουδάσουν. Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό είναι το ιδανικό (εκτός κι αν μιλάμε με όρους «Αστροφεγγιάς» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου). Δεν θα ήταν καλύτερα όμως να δούλευαν, παράλληλα με τις σπουδές τους, από επιλογή και όχι από ανάγκη; Εχουν υπολογίσει αυτοί οι σύγχρονοι λουδίτες ότι, σήμερα, η άρνηση της τεχνολογίας είναι υπερπολυτέλεια γιατί, στην πράξη, αποδεικνύεται εξαιρετικά κοστοβόρα και χρονοβόρα; Εχουν σκεφτεί πόσο έχει αλλάξει τη ζωή ενός νέου που ζει σε απομακρυσμένη περιφέρεια η πρόσβαση στην τεχνολογία; Η οποία τεχνολογία βεβαίως δεν υποκαθιστά την παιδεία αλλά μπορεί να την εμπλουτίσει και να την πάει πολλά βήματα μπροστά. Γιατί, τελικά, είναι θέμα παιδείας πώς θα χρησιμοποιήσει κάποιος την τεχνολογία που, εδώ και πολύ καιρό, δεν είναι «προϊόν» αλλά δικαίωμα και ένας από τους άξονες της κοινωνικής ισότητας.

ΥΓ: Το αστείο είναι ότι πολλοί από αυτούς που ρητορεύουν ενάντια στην τεχνολογία το κάνουν από διαδικτυακές πύλες.