Υπάρχουν δύο πλευρές στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η μία επικεντρώνεται στην πρώτη λέξη: προστασία των ατόμων από την τυραννία της πλειοψηφίας με τη βοήθεια του Συντάγματος και των ατομικών δικαιωμάτων. Η άλλη πλευρά σχετίζεται με το δεύτερο μισό της εξίσωσης: μεταβίβαση της εξουσίας στον λαό. Για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, αυτές οι δύο εκδοχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας συνυπήρχαν αρμονικά. Αλλά όχι πια.

Αυτά γράφει ο γερμανός λέκτορας πολιτικής επιστήμης του Χάρβαρντ Γιάσα Μουνκ στο νέο του βιβλίο «Λαός εναντίον Δημοκρατίας: Γιατί κινδυνεύει η ελευθερία μας και πώς να τη σώσουμε». Το κεντρικό πολιτικό ζήτημα σήμερα –επισημαίνει –είναι η εντεινόμενη μάχη ανάμεσα στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό, ή τα δικαιώματα χωρίς δημοκρατία, και την ανελεύθερη δημοκρατία, ή τη δημοκρατία χωρίς δικαιώματα. Οι φιλελεύθερες ελίτ προσπαθούν να εξαιρέσουν τον λαό σε ζητήματα όπως η μετανάστευση στο όνομα των «δικαιωμάτων». Οι λαϊκιστές προσπαθούν να απαλλαγούν από συνταγματικές λεπτομέρειες στο όνομα του «λαού».

Πού οφείλεται αυτή η διάσπαση της φιλελεύθερης δημοκρατίας εις τα εξ ων συνετέθη; Βασικά στην αργή οικονομική ανάπτυξη, που δίνει επιχειρήματα στους λαϊκιστές. Αλλά και στην επανάσταση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση ισχύος από τους θεματοφύλακες των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στους πολεμιστές των λάπτοπ. Η εξέλιξη αυτή χρησιμοποιείται από επιχειρηματίες της πολιτικής, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπέπε Γκρίλο, για να περνούν ανενόχλητοι τα μηνύματά τους.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο, γράφει ο Μουνκ, πρέπει οι τεχνοκρατικές ελίτ να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους και να προσπαθήσουν να εξημερώσουν τον εθνικισμό, αντί να τον παρουσιάζουν ως κάτι αναχρονιστικό. Αποφασιστικό ρόλο έχει επίσης η εκπαίδευση: όταν ο δυτικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως μια ιστορία καταπίεσης, οι νέοι χάνουν την πίστη τους στη δημοκρατία.

Οι δικαστικές αποφάσεις που απασχολούν τις τελευταίες ημέρες την ελληνική επικαιρότητα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πιο σύνθετο από εκείνο στο οποίο τοποθετεί την κυρίαρχη σύγκρουση ο γερμανός συγγραφέας. Η αθώωση του Αμβρόσιου και του Καμμένου ενισχύει θεωρητικά το «δικαίωμα» της έκφρασης, στην πράξη όμως νομιμοποιεί τα πιο πρωτόγονα ένστικτα του «λαού» εναντίον των ομοφυλόφιλων ή των εκλεγμένων αξιωματούχων. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εναντίον των αλλαγών Φίλη στα Θρησκευτικά υποτίθεται ότι ελήφθη στο όνομα του Συντάγματος, στην πραγματικότητα όμως υπηρετεί τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της «βαθιάς Ελλάδας».

Οι ιδιαιτερότητες αυτές δεν είναι περίεργες αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ελίτ που κυβερνά την Ελλάδα –αν στην περίπτωση αυτή ο όρος είναι δόκιμος –εξελέγη στο όνομα ενός φαιού αντισυστημισμού, ο οποίος στη συνέχεια μεταλλάχθηκε προκειμένου να γίνει δεκτός στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Οι λύσεις πάντως είναι οι ίδιες. Προσαρμογή των τεχνοκρατών στην πραγματικότητα χωρίς εκπτώσεις στις αξίες και τις αρχές της δημοκρατίας. Εξημέρωση ενός εθνικισμού που σε συνδυασμό με το γειτονικό δίδυμό του μπορεί να έχει εκρηκτικά αποτελέσματα. Και πάνω απ’ όλα, εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση.