Λαμβάνοντας υπόψην τις αντιπαραθέσεις για το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια θέλω να αναφερθώ σε ορισμένες πτυχές των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας, Εκκλησίας της Ελλάδος και δικαστικής εξουσίας.

Η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας όπως έγινε γνωστό, φαίνεται πως κρίνει αντισυνταγματικές τις αποφάσεις του προηγουμένου υπουργού Παιδείας σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια. Η σύγκρουση αυτών που πιστεύουν όχι απλώς σε διακριτούς ρόλους, αλλά σε πλήρη διαχωρισμό του Κράτους – Εκκλησίας, όσες φορές υπήρξε, κατέληξε εις βάρος των πρώτων. Ο λόγος είναι απλός: η Εκκλησία είναι οργανισμός που κινείται βάσει δογμάτων και υπό την κάλυψη του Συντάγματος, ενώ ταυτοχρόνως διαθέτει κάποιες ευελιξίες αν η Πολιτεία κινηθεί σωστά και χωρίς δημόσιο οξύ λόγο.

Οταν είχα κληθεί στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής να εκφράσω την άποψή μου για τα θέματα Παιδείας, παρόντος του υπουργού κυρίου Φίλη, είχα τονίσει ότι με την Εκκλησία η επικοινωνία πρέπει να είναι συνεχής αλλά δεν χρειάζεται δημοσιότητα. Ετσι υπήρξε θετική αντίδραση της Εκκλησίας όταν εισηγήθηκα στη Βουλή τον νόμο για τη δημιουργία τζαμιού στο Βοτανικό, όπως και όταν δημιούργησα διά νόμου 240 θέσεις ιεροδιδασκάλων για την αρωγή των μουφτειών στο έργο τους στη Θράκη. Επίσης χωρίς καμία αντίδραση σταμάτησε η εξομολόγηση εντός των σχολείων, αφού αυτή αποτελεί μια απολύτως προσωπική υπόθεση. Ακόμη, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελούσε ελεύθερη επιλογή της οικογένειας και του μαθητού. Μετά από προσφυγή θεολόγων στο Συμβούλιο της Επικρατείας οι προϋποθέσεις έγιναν αυστηρότερες, αν και το κίνητρο της προσφυγής είχε μάλλον χαρακτήρα επαγγελματικού συμφέροντος. Επιπλέον η Ιερά Σύνοδος διά του Αρχιεπισκόπου, ζήτησε κάποια στιγμή από τα Παιδαγωγικό Ινστιτούτο την έγκριση των βιβλίων από εκκλησιαστικούς παράγοντες. Το τελευταίο απήντησε ότι τα βιβλία ούτως ή άλλως τυγχάνουν επεξεργασίας από θεολόγους και αυτό ήταν αρκετό για την εγκυρότητά τους.

Οι σχέσεις με την Εκκλησία στο διάστημα 2004-2007 διαμορφώθηκαν και μέσω επιστημονικών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας με την πλειοψηφία να προέρχεται από το υπουργείο Παιδείας. Θέματα όπως εκκλησιαστική εκπαίδευση, εκκλησιαστική δικαιοσύνη, είχαν εξεταστεί και καταλήξει σε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Οταν επρόκειτο να ληφθεί κάποια απόφαση σχετική με ενδιαφέροντα της Εκκλησίας, υπήρχε συνήθως άτυπη επικοινωνία με το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε να μην υπάρξει, ει δυνατόν, ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Τέλος, το 2004 σταμάτησε η επί ένα χρόνο δημόσια σύγκρουση της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και βρέθηκε modus vivendi που επισημοποιήθηκε με έγγραφη συμφωνία, με προσωπική μας ευθύνη και συνεννόηση με τις δύο πλευρές. Τότε όλη η διαβούλευση και η επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα έγιναν διακριτικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ποτέ δεν εκμεταλλευτήκαμε το γεγονός ότι δόθηκε λύση στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών.

Η εμπειρία δείχνει ότι οι δημόσιες αντιπαραθέσεις πολύ συχνά δεν βοηθούν για να αλλάξεις τα πράγματα, ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας αξίζει βαρείς χαρακτηρισμούς, αφού προφανέστατα απεφάσισε στην προκειμένη περίπτωση κατ’ επιταγήν του Συντάγματος, Το ερώτημα είναι, η Επιτροπή που δημιούργησε η κυβέρνηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και ο αντίστοιχος «διάλογος» ανά τη χώρα σε ποια συμπεράσματα οδηγούν για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας;