Το Ελληνοσκοπιανό είναι πλευρά του ελληνοτουρκικού προβλήματος. Εννοώ ότι σε μεγάλο βαθμό είναι προκύπτον ζήτημα από τον πολύπλευρο και μόνιμο ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Εχουν πολλαπλώς αναλυθεί από ειδικούς τα πολιτικοκοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της ερντογανικής Τουρκίας και επίσης έχουν εντοπιστεί οι μόνιμες αλλά δυναμικά εύπλαστες στρατηγικές επιλογές της. Οπως έχουν αναλυθεί οι ασυμμετρίες και οι αντιφάσεις της. Η Τουρκία επιθυμεί θυλάκους επιρροής, δηλαδή διασπορά και αποκέντρωση ισχύος. Προσπαθεί να δημιουργεί ή να κρατά ενεργούς πολιτικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς κόμβους, που θα πιέζουν, θα αποσυντονίζουν, θα εξαντλούν διπλωματικά τους ανταγωνιστές και την Ελλάδα. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι, για διαφορετικούς λόγους, ισχυρές χώρες. Η Ελλάδα παρ’ όλα τα προβλήματά της, μάλλον υπερτερεί, πολιτικά, πολιτιστικά, από άποψη συμμαχιών και κοινωνικής συνοχής, ενώ η Τουρκία υπερέχει στρατιωτικά, πληθυσμιακά, οικονομικά. Οι δύο χώρες αν και ανταγωνιστικές, συγχρόνως διατηρούν σχέσεις αμοιβαίου καθορισμού. Αν δεν δούμε ολόκληρη την αρχιτεκτονική των ζωνών επιρροής, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε την ένταση και τη φύση των επιμέρους, διμερών ή εστιακών προβλημάτων, ούτε τους δυνητικούς συμμάχους –τα αποκλίνοντα, έναντι της Τουρκίας, συμφέροντα. Η απομόνωση του Σκοπιανού από τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα, το υποβαθμίζει και οδηγεί σε μεγάλες παρερμηνείες –εκτός από την τυχοδιωκτική ανάδυση ιεροεξεταστών που πλειοδοτούν και καπηλεύονται. Η συνεξέταση του Σκοπιανού ως σκέλους της επεκτατικής και μικροϊμπεριαλιστικής φαντασίωσης της τουρκικής ελίτ, δεν απογυμνώνει τις εμμονές και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της μικρής βόρειας χώρας, επιτρέπει όμως να τα βαθμολογήσουμε, να τα ζυγίσουμε, άρα να βρούμε τη λύση ή έστω να στοιχειοθετήσουμε μια διμερή σχέση ισορροπημένη και επιτρεπτική. Αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει. Απ’ τη μια πλευρά καιροσκοπισμοί και πονηριές κρύβουν τις θέσεις των αντιπολιτευομένων, ώστε να φανεί κάποιος άλλος ως ο «μουτζούρης» μιας λανθασμένης εστίασης. Αλλά κυρίως μια γενική, βασικά διαδικτυακή και ασύντακτη, εκτόξευση απειλών, μια «προδοτολογία», «εθνική μειοδοσία» κ.λπ., υφαίνουν μια απίστευτη ιστορική αγνωσία.

Πολλαπλές καταστροφές έχουν συμβεί στον τόπο μας, όταν τυφλοί εθνικισμοί γίνονται εν τέλει το όχημα απόλυτης ήττας. Δεν χρειάζεται να αναφέρω τα τραγικά εσωτερικά λάθη αλλά και το τελικό έγκλημα του πραξικοπήματος στην Κύπρο, την εισβολή και τα τετελεσμένα. Να υπενθυμίσω την ομηρεία της χώρας μας και της Κύπρου σε εξοπλισμούς και ένα απέραντο διπλωματικό κεφάλαιο που τόσες δεκαετίες έχει καεί. Η ρητορική περί προδοτών κάνει κάτι πολύ χειρότερο απ’ το εμφύλιο ρήγμα που ακόμα μια φορά διοργανώνει. Καταστρέφει τις δυνατότητες η Ελλάδα να γίνει πολύ πιο κινητική διπλωματικά, πολύ πιο ευφάνταστη στην παραγωγή εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Οι διχοτομικοί εμφυλιοπολεμικοί, αιχμαλωτίζουν τη χώρα στη μυωπική καχεξία μιας απολύτως παθητικής πολιτικής. Το έχουμε ξαναδεί: είτε έπειτα από ήττα, άγονος θρήνος. Είτε διαμόρφωση μιας κουλτούρας απαίτησης «να καθαρίσει κάποιος άλλος». Οι μανιχαϊσμοί και οι απειλές αναδίδουν μια ανασφάλεια, μια υστερία. Η Ελλάδα «μικραίνει» διαιρούμενη, διχοτομούμενη.

Υπάρχουν περιθώρια συλλογικά επεξεργασμένων συνθετικών πολιτικών; Κάτι τέτοιο προϋποθέτει αυτοπεποίθηση και υπέρβαση μικροπολιτικών ιδιοτελειών. Αλλά και εξήγηση, ανάλυση, ιστορική αναδρομή.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής