Θα μπορούσε να το πει και η Φώφη Γεννηματά όπως το είχε πει κάποτε ο Αλέξης Τσίπρας για την πιθανότητα συνεργασίας με τον Πάνο Καμμένο: «Εφόσον και εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες, τότε ναι, ίσως και θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε». Με τόσους υποθετικούς συνδέσμους, με τόσα διστακτικά επιρρήματα. Τόσο φλου για κάτι που ήξερε πως θα γίνει εντελώς απροϋπόθετα ή μάλλον με τον μοναδικό όρο να ικανοποιήσει τον διακαή πόθο του Καμμένου να γίνει υπουργός Αμυνας. Και τον ικανοποίησε.

Αλλά γιατί η Γεννηματά θα πρέπει να το πει τόσο καθαρά και τόσο νωρίς όπως της ζητούν; Γιατί η ίδια και ολόκληρο το Κίνημα Αλλαγής θα πρέπει να κάνουν δήλωση φρονημάτων όπως απαιτούν οι συριζαίοι, τώρα, που φαίνεται να χάνουν τον ακροδεξιό εταίρο τους κι έπειτα από έναν μήνα του μέλιτος που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια; Την απάντηση πρωτίστως θα πρέπει να την δώσουν όλοι εκείνοι της Κεντροαριστεράς που ετοιμάζονται να υπογράψουν τη δήλωση. Που φοβούνται ότι η εκκρεμότητα της μετεκλογικής συνεργασίας θα αφήσει πάνω τους ανεξίτηλο το στίγμα του «δεξιού παρακολουθήματος». Και που αφήνουν τον ετεροπροσδιορισμό, τη στάμπα που θα τους κολλήσουν, να θρυμματίσει τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό τους.

Οι γάμοι στην πολιτική γίνονται πάντοτε από συμφέρον. Και έγιναν πάντοτε με ωδίνες. Εως την ημέρα που ένας τέτοιος γάμος σφραγίστηκε πάνω σε μια εξέδρα επινικίων με μια αγκαλιά και λίγες ημέρες αργότερα στη Βουλή με ακόμη περισσότερες. Η πρώτη ήταν του Τσίπρα με τον Καμμένο, οι επόμενες έδωσαν μια πρόγευση του μορφώματος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Είναι μια εικόνα που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Ειδικά από μια Φώφη που με τον Μητσοτάκη μπορεί και να συνεργαστεί. Αλλά στην αγκαλιά του δεν θα πέσει ποτέ.