Το καλοκαίρι του 2015 η φωτογραφία του μικρού Αϊλάν έκανε τον γύρο του κόσμου με λεζάντα «Φτάνει πια!», έγινε viral, πρωτοσέλιδο, βραβεύτηκε, συγκίνησε. Στην ουσία όμως ανέδειξε περισσότερο τη δύναμη της εικόνας και λιγότερο την τραγικότητα μιας πραγματικότητας. Από την οποία, μέσα σε αυτά τα δυόμισι χρόνια, μοιάζει να έχουμε αποστασιοποιηθεί. Μου θυμίζει εκείνο το τραγουδάκι που επειδή το ακούμε από παιδικές φωνές έχουμε συνηθίσει τους μακάβριους στίχους του. «Ητανε μια φρεγάτα παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα, «Γλάρο» τη λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα, «Γλάρο» τη λέγανε, κάνε μια καντηλιά». …Από τα εφτά παιδιά που πνίγηκαν προχθές, μαζί με άλλα εννέα άτομα, δεν υπάρχει καμιά φωτογραφία. Και ποτέ δεν θα μάθουμε ούτε καν τα ονόματά τους. Τι σημασία έχουν άλλωστε; («Στο πρώτο του ταξίδι παιδιά, κόπηκαν τα σχοινιά, κάνε μια καντηλίτσα, κάνε μια καντηλιά»).

Ακόμη και στις τραγωδίες υπάρχουν «πρωταγωνιστές» και «κομπάρσοι». Και μετά από ένα σημείο το «κοινό» συνηθίζει. Και κάπως έτσι, οι 500 άνθρωποι, ανάμεσά τους πολλά παιδιά, που πνίγηκαν τα δύο τελευταία χρόνια προσπαθώντας να φτάσουν στα ελληνικά νησιά, γίνονται όλοι «κομπάρσοι». («Στο δεύτερο ταξίδι παιδιά σκίστηκαν τα πανιά»). Η συγκίνηση και οι λυρισμοί, εν προκειμένω, μπορεί να μοιάζουν ατελέσφοροι. Βοηθάνε όμως σε κάτι. Να κρατάνε ένα θέμα «ψηλά» στην ειδησεογραφία. Να μην εξοικειωνόμαστε με την τραγικότητά του. Και οι αρμόδιοι να μην εξαντλούν το ενδιαφέρον σε ανακοινώσεις όπου εκφράζουν απλώς τη θλίψη τους. («Στο τρίτο του ταξίδι παιδιά σπάσανε τα κουπιά»).

Αυτήν την περίοδο που οι σχέσεις μας με την Τουρκία είναι τόσο τεταμένες, το θέμα θέλει ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς. Αυτό που δεν θέλει, και όχι μόνο για λόγους αλληλεγγύης και ανθρωπισμού, είναι να το προσπερνάμε, να μη συνειδητοποιούμε περί τίνος πρόκειται. «Στο τέταρτο ταξίδι παιδιά, βούλιαξε στα βαθιά, κάνε μια καντηλίτσα, κάνε μια καντηλιά». …Και ούτε καν φρεγάτα. Μια βαρκούλα ήταν.