Πριν από δύο περίπου χρόνια, προκειμένου να γράψω στα «ΝΕΑ» ένα πορτρέτο για τον Λάκη Λαζόπουλο, συζήτησα off the record με συναδέλφους του και ανθρώπους από τον επαγγελματικό του χώρο για την υποκριτική του γκάμα και πώς τον αξιολογούν ως ηθοποιό. Θυμάμαι λοιπόν έναν σκηνοθέτη να μου λέει ότι κάποιος που έχει παίξει τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» δεν μπορεί παρά να είναι πολύ καλός ηθοποιός. Αλλά το πήγε και παραπέρα. «Ενας ηθοποιός είναι καλός όσο ο ίδιος ξέρει, βαθιά μέσα του, ότι δεν είναι. Το έλλειμμά του όμως, που προσπαθώντας να το ξεπεράσει γίνεται εφαλτήριο για το ταλέντο του, πρέπει να το ξέρει μόνο ο ίδιος. Οταν με κάποιον τρόπο, για κάποιον λόγο αυτό αρχίζει να φαίνεται και να συζητιέται, αντί να του δίνει δύναμη, τον εκθέτει. Και ό,τι μέχρι τότε ήταν το κρυφό του όπλο, όταν γίνεται δημόσια αντιληπτό είναι σαν να στρέφεται εναντίον του».

Από τότε διαπίστωσα αρκετές φορές ότι αυτό το, ας το πούμε, δόγμα έχει εφαρμογή σε πολλούς τομείς και συνθήκες. Και κουμπώνει ιδανικά στη σχέση του ναρκισσισμού με την πολιτική. Διεθνώς, οι πολιτικοί με (δικαιολογημένο ή όχι) έρεισμα στον κόσμο είναι ή ήταν νάρκισσοι. Λέγεται μάλιστα ότι αποτελεί σημαντικό προσόν, κινητήρια δύναμη για κάποιον που ασχολείται με τα κοινά. Στα καθ’ ημάς δεν είναι δύσκολο να υποπτευθεί κάποιος τον πολιτικό ναρκισσισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, της Μελίνας Μερκούρη. Μπορούσαν όμως να τον καμουφλάρουν έστω και κλείνοντας το μάτι στους πολίτες – ψηφοφόρους τους. Σαν ένα κοινό μυστικό που όλοι ήξεραν, ποτέ όμως δεν επαληθευόταν δημόσια και πανηγυρικά. Και όταν πήγαινε να ξεφύγει, είχαν τα θηριώδη αντανακλαστικά να το «μακιγιάρουν», να ανακαλύψουν αυτόματα άλλοθι που θα μετέθεταν το κέντρο βάρους ώστε να μη γίνει «βιτρίνα».

Είναι αυτή η λεπτή ισορροπία που φαίνεται να έχει ξεφύγει τον τελευταίο καιρό από τον Σταύρο Θεοδωράκη. Ενας άνθρωπος που πριν από τέσσερα χρόνια συνδύασε την απόφαση να ιδρύσει κόμμα –σε μία τόσο δύσκολη συγκυρία για τη χώρα –με τα γενέθλια των 50 του χρόνων δεν μπορεί παρά να έχει στοιχεία ναρκισσισμού. Στην πορεία, αποδείχθηκαν χρήσιμα διότι προσδιόριζαν την παρουσία του και τις παρεμβάσεις του στα κοινά με έναν τρόπο που ακόμη και όταν δεν μεταφραζόταν σε εκλογικά ποσοστά δεν περνούσε απαρατήρητος, καταγραφόταν θετικά για τον ίδιο και αντιστάθμιζε το άγριο bullying που δέχθηκε στην αρχή του εγχειρήματός του. (Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το bullying που έχει δεχθεί ένας πολιτικός δεν μπορεί να αποτελεί εσαεί ελαφρυντικό ή αθωωτικό επιχείρημα για τη μετέπειτα στάση του).

Ομως η συνεχής αυτοαναφορικότητα με αφορμή επετείους, γιορτές και αργίες, η ανάρτηση φωτογραφιών από το προσωπικό άλμπουμ, τα κρητικά κεφαλοδεσίματα, οι αλλεπάλληλες βουτιές στις αναμνήσεις τύπου «τι καλά περνούσαμε στην παλιοπαρέα μας με τα καβγαδάκια μας και με τα ωραία μας», η επικοινωνία του τραταρίσματος στη Βουλή –και πάλι για τα γενέθλιά του –την ημέρα που είχαν πάρει φωτιά τα έδρανα για την υπόθεση της Novartis, άρχισαν να σπρώχνουν σιγά σιγά τα κάδρο έτσι ώστε να μπει εμφανώς μέσα σε αυτό ένα ναρκισσιστικό φόντο. Και βάσει αυτού να αξιολογούνται ενστικτωδώς από το κοινό οι μετέπειτα κινήσεις του. Την τελευταία εβδομάδα μάλιστα (προσωπική συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, διαρροές για τη στάση του ως προς το Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής) όχι απλώς επιβεβαιώνει αλλά ενδυναμώνει αυτήν την άποψη. Και θα ήταν κρίμα να στρέψει εναντίον του το μέχρι πριν από λίγο καιρό επικοινωνιακό του όπλο.