Το ποδόσφαιρο ως το λαοφιλέστερο των αθλημάτων δεν είναι απλά καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας. Στις πολιτισμένες τουλάχιστον χώρες, σε αυτές που έχουν φτάσει σε ένα σημαντικό στάδιο ειρηνευμένης δημοκρατίας, αποτελεί τον χώρο στον οποίο μεταφέρεται η εικονική σύγκρουση. Κοινωνίες που δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να φέρουν τον διαχωρισμό μεταξύ εικονικής (αθλητικής) μάχης και πραγματικού πολέμου, είναι κοινωνίες που φλερτάρουν διαρκώς με αρχαϊκά πρότυπα, που ανάγουν τη βία σε πολιτικό και κοινωνικό παράγοντα επίλυσης των διαφορών. Τα πρόσφατα γεγονότα στο γήπεδο της Τούμπας δεν είχαν μόνο αθλητικό αλλά και πολιτικό, ακόμη και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί είναι πολύ δύσκολο για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης να καταφέρει να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τα όσα έχουν συμβεί σε οικονομικό, πολιτικό, ακόμη και επικοινωνιακό επίπεδο τα χρόνια της κρίσης. Ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί τις αλλαγές που έχουν γίνει σε επιχειρηματικό επίπεδο (υπέρ ενός προσώπου) στη Θεσσαλονίκη το τελευταίο διάστημα. Ακόμη περισσότερο σύνθετο είναι να καταλάβει κανείς τις σύνθετες ανακατατάξεις που έχουν προκληθεί στον χώρο των ΜΜΕ. Ενα γκολ όμως –άκυρο ή έγκυρο, μικρή σημασία έχει –μπορεί να προκαλέσει στην κοινή γνώμη ένα πληροφοριακό και αναστοχαστικό σοκ. Μια σκανδαλώδης μεθόδευση για την απαλλαγή μιας ομάδας από την αναμενόμενη τιμωρία της, μπορεί να φανεί πολύ πιο διαφωτιστική από οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ιστορία που παίζεται στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο της επικαιρότητας.

O διαιτητής του αγώνα ΠΑΟΚ – ΑΕΚ αποκάλυψε άθελά του και μέσα στην αδυναμία του να αποφανθεί για μια σύνθετη ποδοσφαιρική φάση, όλα εκείνα που μένουν άρρητα ή άγνωστα για τους πολλούς ή αποδίδονται μόνο σε κακεντρεχείς πολιτικούς, επιχειρηματικούς ή αθλητικούς αντιπάλους. Η εικόνα του «μεγαλομετόχου» του ΠΑΟΚ Ιβάν Σαββίδη να εισβάλλει οπλοφορώντας υπό την προστασία των σωματοφυλάκων του στον αγωνιστικό χώρο, απειλώντας τους πάντες εξαιτίας της διαιτητικής απόφασης που τον στενοχωρούσε, αποκάλυψε ως διά μαγείας πολλά. Το προφανές είναι το ηθικό βάρος του συγκεκριμένου προσώπου. Το λιγότερο προφανές είναι η συνθήκη αυθαίρετης εξουσίας, ενός παρακρατικού καθεστώτος που εμπεδώνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Κάτι που δεν φάνηκε και πολύ στις επιχειρηματικές δοσοληψίες του, κάτι που δεν φάνηκε ξεκάθαρα στον σκοτεινό ρόλο που έπαιξε στις αγοραπωλησίες ΜΜΕ, κάτι που δεν έγινε τόσο αισθητό σε σειρά αγώνων στην οποία η ομάδα του έτυχε πρωτόγνωρης για την ίδια εύνοιας.

Αθλητισμός και πολιτική έχουν στενές σχέσεις παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Ομως ο ελληνικός αθλητισμός και ιδίως η ποδοσφαιρική κουλτούρα την εποχή της οικονομικής κρίσης αντανακλά μια πρωτοφανή σε έκταση και ένταση διαπλοκή σκοτεινών επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, που με τρόπο ξεκάθαρο επιδεικνύουν της ρωσοφιλικές τους διαθέσεις. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο από παλιότερα ο σκοπός αγιάζει όχι μόνο τα μέσα αλλά και τα πρόσωπα που καταφέρνουν να στήσουν τον δικό τους μηχανισμό εξουσίας, να πρωταγωνιστήσουν στο δικό τους –αιματηρό πολλές φορές –Game of Thrones και να δώσουν τη χαρά μιας απολυταρχικής επικράτησης. Οι πραγματικοί θεατές αυτού του σόου βέβαια γίνονται όλο και λιγότεροι στα γήπεδα, αλλά το παιχνίδι εξουσίας που κερδίζεται έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την κατάκτηση κάποιου τροπαίου. Αυτό που συμβαίνει όμως τα τελευταία τρία χρόνια δύσκολα μπορεί να βρει παραλληλισμό, παρά τις επίπονες προσπάθειες ορισμένων για αναγωγή του φαινομένου στο παρελθόν.

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε χρόνιο παθητικό offside. Ανίκανη ή απρόθυμη να τηρήσει οποιονδήποτε κανόνα, συχνά ηρωοποιεί όσους καταφέρνουν να επιδείξουν τον μεγαλύτερο βαθμό αυθαιρεσίας, να πάρουν τα κουμπούρια και να δράσουν επειδή έτσι το επιβάλλει το προσωπικό ή οπαδικό τους πολιτικό, αθλητικό ή άλλο δίκαιο. Είναι μια κοινωνία που αδυνατεί πια να διασκεδάσει, να συνευρεθεί μαζικά σε έναν δημόσιο χώρο χωρίς τον κίνδυνο του αλληλοσκοτωμού. Είναι μια κοινωνία μετασοβιετική, που δεν γνώρισε ούτε κανονικό κομμουνισμό ούτε κανονική μαφία αλλά που συνεχίζει να βλέπει εκεί τους επίγειους παραδείσους, τις μοναδικές ή τελικές λύσεις της. Το «γκολ» της Τούμπας αποκάλυψε όλη αυτή τη λανθάνουσα βαρβαρότητα μιας κοινωνίας σε πολύ βαθιά κρίση. Δεν υπήρξαν καθόλου λίγοι οπαδοί του ΠΑΟΚ –ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων –που σοκαρίστηκαν και εξέφρασαν δημόσια τον αποτροπιασμό τους. Οι φίλαθλοι που παραβρέθηκαν στο γήπεδο άλλωστε πάγωσαν και επέδειξαν αναπάντεχη ψυχραιμία. Δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι η διακοπή του πρωταθλήματος δεν αποτελεί παρά πολιτική μεθόδευση για την παροχή ασυλίας στον βασικό υπεύθυνο της προχθεσινής αθλιότητας. Η κουλτούρα της εγχώριας βαναυσότητας ίσως να πέτυχε το σημαντικότερο αυτογκόλ της. Ο βασιλιάς όχι μόνο δεν είναι γυμνός αλλά κουβαλάει πιστόλι. Αυτό πια είναι σαφές.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης