«Είμαι εναντίον κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε ― αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων» που μας άφησαν οι αρχαίοι».

Αυτά έγραφε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ένα μικρό δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε το 1979 στo περιοδικό «Διαγώνιος» με τον σαρκαστικό τίτλο «Συνέντευξη» και εκδόθηκε στη συνέχεια αυτοτελώς το 1986 με τον τίτλο «Εναντίον». Ακόμη κι αν μπορούσε, λοιπόν, δεν θα ήταν παρών στη χθεσινή εκδήλωση προς τιμήν του στο Αριστοτέλειο. Δεν θα άκουγε τη Λίνα Νικολακοπούλου να διαβάζει ποιήματά του. Ούτε τον Νικολούδη και τον Καραδημήτρη να ερμηνεύουν τραγούδια του.

Ετσι, και ο ποιητής είναι συνεπής με τις απόψεις του, και εμείς έχουμε την ευκαιρία να δραπετεύσουμε πρόσκαιρα από τα πεζά, τα καθημερινά και τα μίζερα και να θυμηθούμε τον άνθρωπο που έχει αμφισβητήσει, γελοιοποιήσει και πατήσει όλους μας τους μύθους. Γιατί, ας μη γελιόμαστε: αφιερώματα όπως το «Κάθε φορά που βρέχει μοναξιά» δεν γίνονται τόσο για το τιμώμενο πρόσωπο όσο για μας. Για να αποδώσουμε εγκαίρως εύσημα. Για να ξεπλύνουμε τις τύψεις μας. Ή απλώς για να πάρουμε μια απόσταση από την επικαιρότητα και να προβληματιστούμε.

Ο Χριστιανόπουλος δεν υπήρξε ποτέ ευχάριστος άνθρωπος. Ούτε αισιόδοξος βέβαια: στις εκλογές έριχνε πάντα λευκό, που το ακύρωνε γράφοντας έναν στίχο του Καβάφη: «Ολοι των βλάπτουν εξίσου την Ελλάδα». Το «Εναντίον» αποτελεί μια μηδενιστική απάντηση στο «Αντισταθείτε» που κραύγαζε δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Μιχάλης Κατσαρός. Εκείνος μας καλούσε να αντισταθούμε «σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι και γράφουν λόγους πλάι στη θερμάστρα». Κι αυτός απαντά πως η αντίσταση δεν έχει νόημα, αφού «κυριαρχούν οι γλύφτηδες και οι τζουτζέδες» και «το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια».

Ο Κατσαρός ήταν αριστερός, ο Χριστιανόπουλος είναι «εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση κι αν μας την πασέρνουν». Αλλά και οι δύο μάς προειδοποίησαν εγκαίρως. Ο πρώτος, να μην αμελήσουμε, να πάρουμε μαζί μας νερό, γιατί «το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Ο δεύτερος, να μην αρκούμαστε να βρίζουμε το κωλοχανείο, «αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή φταίμε κι εμείς που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο».

Και μετά; Πώς αξιοποιήσαμε αυτές τις προειδοποιήσεις; Αντισταθήκαμε, εναντιωθήκαμε, δεν παραλείψαμε μάλιστα στη συνέχεια και να εξοργιστούμε, ακούγοντας την επόμενη παραίνεση από εκείνον τον γηραιό Γάλλο που μας έχει πια χαιρετήσει. Υστερα όμως δεν ξέραμε πια τι να κάνουμε, πώς να συνθέσουμε, πώς να προχωρήσουμε, πώς να χτίσουμε. Εμπιστευθήκαμε λοιπόν ερασιτέχνες, αδίστακτους και φαύλους. Και μια μέρα είδαμε έκπληκτοι έναν μαινόμενο άνδρα να μπουκάρει με το όπλο του στο γήπεδο.

Χάσαμε τους στόχους, αλλά τουλάχιστον μας έμειναν οι στίχοι. Να το θυμόμαστε όμως: όσο πιο υψηλοί οι πρώτοι, τόσο πιο άνοστοι οι δεύτεροι.