Eχουν ακουστεί πολλά νούμερα για τη ζημιά της υπερήφανης διαπραγμάτευσης και δικαίως ο Δημήτρης Τζανακόπουλος δήλωσε πως καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Ωστόσο, ο τέως πρόεδρος του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ, που εκτιμά τη ζημιά στα 200 δισ. ευρώ, δεν είναι «καθένας»!

Πρόσφατα, στους Δελφούς, ο κ. Βίζερ εξήγησε πως η μεγαλύτερη ζημιά στη χώρα ήταν σε όρους ανάπτυξης και θα παράγει αρνητικές επιπτώσεις για πολλά χρόνια. Η εκτίμηση για ζημιά 200 δισ. ευρώ είναι προϊόν της άθροισης των αρνητικών επιπτώσεων σε βάθος χρόνου.

Ενα παράδειγμα για να κατανοήσουμε την προσέγγιση του Τόμας Βίζερ.

Ας υποθέσουμε ότι ένας εργαζόμενος, εξαιτίας κάποιου Αλέξη Βαρουφάκη, έχασε μια καλή θέση σε μια ευημερούσα εταιρεία. Βρήκε αμέσως δουλειά (ίδια θέση, υποχρεώσεις και ωράριο) αλλά σε λιγότερο γενναιόδωρη εταιρεία –ο μισθός του τώρα ήταν 10% χαμηλότερος. Εξαιτίας του Α.Β. ο ήρωάς μας έχασε το 10% του μισθού του τον 1ο χρόνο. Εχασε άλλο 10% τον 2ο χρόνο. Τον 3ο χρόνο πήρε προαγωγή και αύξηση –θα την έπαιρνε και στην παλιά δουλειά –η διαφορά του μισθού, η ζημιά του παρέμεινε στο 10% του νέου αυξημένου μισθού. Τελικά, ο ήρωάς μας περνά όλη την υπόλοιπη ζωή του κατά 10% φτωχότερος εξαιτίας του Α.Β. Αθροίζοντας τη ζημιά σε όλο τον εργασιακό του βίο, το αποτέλεσμα είναι απώλεια κάμποσων ετήσιων εισοδημάτων!

Εχει δίκιο, λοιπόν, ο κ. Βίζερ. Η μεγαλύτερη ζημιά της περήφανης διαπραγμάτευσης ήταν η καταβαράθρωση του ΑΕΠ.

Οχι πως είναι λίγα τα 20 δισ. ευρώ που χάσαμε από την απαξίωση των τραπεζικών μετοχών που διακρατούσε το ΤΧΣ, ούτε τα 7 δισ. ευρώ από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών που χάσαμε οριστικά, ούτε τα 40 δισ. των καταθέσεων που αποσύρθηκαν.

Απλώς, η ζημιά σε όρους ανάπτυξης είναι πολύ μεγαλύτερη.

Και οι υπολογισμοί του κ. Βίζερ στο πλαίσιο που τους θέτει είναι απολύτως σωστοί. Μπορεί τα υφεσιακά κύματα της περήφανης διαπραγμάτευσης να ψαλίδισαν την ανάπτυξη της χώρας κυρίως τη διετία 2015-2016 και λιγότερο το 2017, όμως τη συνολική ζημιά της τάξης του 10% στο ΑΕΠ θα την κουβαλάμε για χρόνια. Ολοι, κατά μέσο όρο, το 2017 ήμαστε 10% φτωχότεροι απ’ όσο θα ήμασταν αν είχαμε αποφύγει το καταστροφικό εξάμηνο. Και το 2018 θα είμαστε πάλι 10% φτωχότεροι απ’ όσο θα ήμασταν αν το είχαμε αποφύγει… και η άθροιση συνεχίζεται στα επόμενα χρόνια.

Η μεταβολή των εκτιμήσεων της Κομισιόν για την ανάπτυξη της Ελλάδας μετά το εξάμηνο Τσίπρα – Βαρουφάκη (Πίνακας Ι) είναι πολύ εύγλωττη. Οι εκτιμήσεις άλλαξαν δραματικά και σε μόλις 8 μήνες. Κι αντί για 14% σωρευτική ανάπτυξη την τετραετία 2015-2018 που προέβλεπαν τον Δεκέμβριο 2014, μετά το πέρασμα του τυφώνα Αλέξη Βαρουφάκη η πρόβλεψη προσγειώθηκε στο 2%.

12% λιγότερο ΑΕΠ σημαίνει 12% χαμηλότερο μέσο εισόδημα για τους πολίτες, 12% λιγότερα κέρδη για τις επιχειρήσεις, 12% λιγότερα έσοδα για το κράτος. Σημαίνει 20 δισ. ζημιά για το 2017, άλλα τόσα για το 2018 και η ζημιά θα σωρεύεται και τα επόμενα χρόνια. Λάθη στην οικονομική πολιτική έγιναν κι άλλες φορές, κάποια κόστισαν ακριβά στην ανάπτυξη της χώρας. Ποτέ όμως τόσο πολλά, τόσο μεγάλα, τόσο κρίσιμα και σε τόσο σύντομο διάστημα.

Το πρόβλημα με τις προβλέψεις είναι πως είναι προβλέψεις, όχι γεγονότα. Αρα, και οι προβλέψεις της Κομισιόν μπορεί να ήταν λανθασμένες, όπως κι άλλοτε στο παρελθόν. Ας δούμε λοιπόν και τα γεγονότα: τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, αναζωπύρωση των ανησυχιών για το Grexit, φυγή καταθέσεων, ασφυξία ρευστότητας, capital controls, τραπεζική αργία κ.ά. Δεν χρειάζεται διδακτορικό στα οικονομικά για να καταλάβει κανείς πόσο μεγάλη επιβάρυνση επέφερε το 1ο εξάμηνο του 2015, πόσα ορατά, αχρείαστα, αντιαναπτυξιακά βάρη φόρτωσε στην οικονομία.

Αυτά τα υφεσιακά βαρίδια που μας κληροδότησε το 1ο εξάμηνο του 2015 μας κρατούν στον βυθό. Αν δεν υπήρχαν, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το 2015 αλλά και το 2016 θα ήταν εντυπωσιακά καλύτερες. Θα ήταν εντυπωσιακά καλές.

Οι τράπεζες είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ζημιάς. Την πενταετία 2009-2013 σημειώθηκε σωρευτική ύφεση 25%. Αυτό το σοκ θα μπορούσε να είχε διαλύσει οποιοδήποτε τραπεζικό σύστημα. Ομως οι ελληνικές τράπεζες παρέμειναν ανοικτές και χωρίς capital controls χάρη και στην τεράστια στήριξη των φορολογουμένων. Κι ό,τι αποσοβήθηκε, όταν κατέρρεε η οικονομία, συνέβη όταν είχε πια ισορροπήσει, το 2015. Και συνέβη εντελώς αναίτια και χωρίς λογική.

Το 2014 η χώρα βγήκε από την ύφεση, είχαμε +0,7% ανάπτυξη. Υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις ώστε τα επόμενα χρόνια να μπούμε σ’ έναν ενάρετο κύκλο δυναμικής αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Και για καλή μας τύχη, μια σειρά ευνοϊκών συγκυριών υποστήριζε και ενίσχυε τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας.

1. Η τιμή του πετρελαίου, που μειώθηκε κατά 50% τη διετία 2015-16 συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια (Πίνακας ΙΙ).

2. Η ισοτιμία του ευρώ, που υποτιμήθηκε μεσοσταθμικά κατά 17% σε σχέση με το δολάριο (Πίνακας ΙΙ).

3. Η ποσοτική χαλάρωση του Μάριο Ντράγκι, που πλημμύρισε την ευρωζώνη με άφθονη, φθηνή ρευστότητα.

4. Η τουριστική βιομηχανία που κάλπαζε, καθώς βυθίζονταν οι ανταγωνιστικές αγορές στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω τρομοκρατίας.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι, χάρη στην κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, τη διετία 2015-16 η Ελλάδα εξοικονόμησε 2% του ΑΕΠ (3,5 δισ. ευρώ ετησίως) από εισαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Το κράτος εισέπραξε περισσότερα αυξάνοντας τους φόρους στη βενζίνη αλλά, επειδή η τιμή της βενζίνης μειώθηκε, οι καταναλωτές ζέσταναν τα σπίτια και κίνησαν τα αυτοκίνητά τους πληρώνοντας λιγότερα. Εξοικονόμησαν έτσι χρήματα που διοχέτευσαν στην κατανάλωση. Η μείωση της τιμής των ορυκτών καυσίμων έδωσε στη χώρα δημοσιονομικό χώρο 2% ετησίως. Μόνον η μείωση της τιμής του πετρελαίου έδωσε ώθηση στο ΑΕΠ του 2015 κατά 1%-1,5% σε σχέση με το 2014!

Αλλά ο κόσμος ούτε τις ευοίωνες προοπτικές πρόλαβε να δει ούτε την ευνοϊκή συγκυρία αντιλήφθηκε. Και καθώς είναι συνηθισμένος από τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης που η οικονομία υποχωρούσε με ένταση, δεν αντιλαμβάνεται ούτε σήμερα το μέγεθος της υστέρησης και της ζημιάς που προκάλεσε το 1ο εξάμηνο του 2015. Βλέπει τις ισχνές επιδόσεις της τριετίας 2015-2017 ως σταθεροποίηση. Ομως η σταθεροποίηση είναι το ενδιάμεσο βήμα μεταξύ ύφεσης και ανάπτυξης. Κι αυτό το βήμα είχε γίνει το 2014. Η τριετής παράτασή του ονομάζεται στασιμότητα, καθήλωση στον πάτο.

Στην πραγματικότητα, αυτό που κάποιοι εκλαμβάνουν ως σταθεροποίηση είναι εντυπωσιακή υστέρηση. Η Ελλάδα δεν υστέρησε μόνο επειδή υποχώρησε δραματικά η οικονομία της. Υστέρησε κι επειδή έμεινε στάσιμη ενώ οι άλλοι έτρεχαν.

Τη διετία 2012-2013, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία μαστίζονταν από ύφεση. Και οι τέσσερις χώρες επέστρεψαν σε αναπτυξιακή τροχιά το 2014. Και μόνο εμείς, παρά την ευνοϊκή διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία, ξανακυλήσαμε σε ύφεση τη διετία 2015-2016. Οι υπόλοιποι έφυγαν μπροστά (Πίνακας ΙΙΙ). Η καταστροφική διαχείριση του 2015 ευθύνεται γι’ αυτήν την υστέρηση. Η άκρως υφεσιακή επίδραση των capital controls και της τραπεζικής αργίας δεν γύρισε απλώς την οικονομία σε ύφεση. Την ακινητοποίησε, ενώ είχε ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική.

Αξίζει, επίσης, να θυμηθούμε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου παρέλαβε μια οικονομία που υποχωρούσε με -7% (2012) και δύο χρόνια αργότερα παρέδωσε μια οικονομία με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης +0,7% (2014). Δεν ξέρω αν πρόκειται για οικονομικές ιδιοφυΐες, πάντως ιδιοφυείς δείχνουν, συγκρινόμενοι με τους επόμενους που κατάφεραν, χωρίς καν να το καταλάβουν, να καθηλώσουν μια οικονομία που όλοι εκτιμούσαν (το 2014) ότι είχε τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί με τους ισχυρότερους ρυθμούς στην ευρωζώνη. Κι από ειρωνεία της τύχης αυτά τα… κατορθώματα συνέβησαν στο όνομα της εθνικής αξιοπρέπειας!

Εκ των υστέρων, λοιπόν, είναι απολύτως ρεαλιστική η εκτίμηση ότι το ολέθριο 1ο εξάμηνο του 2015, σε όρους ανάπτυξης και αθροιστικά στην τριετία 2015-2017, μας κόστισε μεταξύ 7% και 10% του ΑΕΠ (13-18 δισ. ευρώ). Η Ελλάδα έχασε 18 δισ. ευρώ ΑΕΠ, έγινε κατά 18 δισ. ευρώ φτωχότερη το 2017 και θα κουβαλά αυτήν τη ζημιά των 18 δισ. ευρώ ετησίως για πολλά χρόνια.

Αθροίστε αυτό το ποσό σε βάθος δεκαετίας και θα καταλάβετε τι εννοεί ο Τόμας Βίζερ.

O Γιώργος Στρατόπουλος είναι οικονομικός αναλυτής