Πρώτα διάβασα ποίηση και μετά πεζό. Ετυχε; Κάποιος, κάτι με έστρεψε προς αυτήν; Αγνοώ. Πάντως σε κάθε δύσκολη στιγμή σ’ αυτήν προσέτρεχα. Δεν ήξερα βέβαια να ξεχωρίσω τα πράγματα. Για μένα το «αναζητεί τον ήλιο που έχει χαθεί στα σκοτάδια να βρει» είχε το ίδιο αντίκρισμα με το «Αγγελικό και μαύρο φως», δηλαδή Τσιτσάνης – Σεφέρης ένα και το αυτό.

Μεγαλώνοντας εδέησα και τα ξεχώρισα. Και τελευταία πια τα ένωσα ξανά και τ’ αφήνω να κατοικούν πάλι μέσα μου ομοούσια και αχώριστα.

Οχι. Μη φανταστείτε πως ήμουν ένα ονειροπαρμένο παιδάριον που γράφει κρυφά στίχους δακρύβρεχτους το δείλι δίπλα στο ανθογυάλι. Δεν τόλμησα ποτέ να γράψω ούτε μισό στίχο. Οχι από έλλειψη θάρρους αλλά από μεγάλο σεβασμό.

Ηταν το αποκούμπι μου. Η προσωπική σωσίβιος λέμβος στο άγριο πέλαγος της εφηβείας. Σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε παραπάτημα, σε κάθε σκίρτημα καρδιάς ή του κορμιού, για να τα αντέξω έβρισκα το ανάλογό τους σ’ ένα στίχο κι όπως ερχότανε μια μια η λέξη στο στόμα μ’ έκανε με τον ιαματικό της ήχο να προβάλω τον εαυτό μου σ’ έναν άλλο κόσμο. Σ’ ένα Σύμπαν Ποιητικό με το πάθος μου τραγουδισμένο από μεγάλους ποιητές και για αυτό δικαιωμένο και ιερό.

Προχθές το βράδυ όμως είδα την Αθήνα νύχτα. Στο φως της μέρας δεν το καταλαβαίνεις, είναι ο κόσμος που περνά, τα αυτοκίνητα, η έγνοια να προλάβεις (τι; γιατί;) που σου κρύβουν την πόλη. Αλλά το βράδυ, αργά, όταν την είδα γυμνή από ανθρώπους, σφόδρα ταράχτηκα. Ολο το τοπίο ένα βρωμερό γκραφίτι με συνθήματα, αφίσες και κάτι τέρατα ζωγραφισμένα άτσαλα και με μίσος. Μίσος για την ίδια τους την πόλη.

Κι ενώ έκανα πως περπατούσα αδιάφορα, ένιωσα μέσα μου τον εφιάλτη που ερχόταν από πού δεν ξέρω, αλλά ερχόταν εναντίον μου.

Σαν ένα όνειρο που κρέμεται έξω απ’ το όνειρο, μια μεγάλη ημιδιάφανη αμπούλα γεμάτη μαύρες υγρές σκιές που αργοκουνιούνται σε λασπώδη μήτρα.

Κι ενώ με το πρωτότοκο όνειρο καλά τα πας, η απειλή του έξωθεν ότι θα εισβάλει με το άγνωστο και γι’ αυτό τρομακτικό και δυσοίωνο περιεχόμενό του και θα διαλύσει τα πάντα, σε παραλύει.

Κοίταξα προς τον ουρανό να βρω βοήθεια, είδα το μισοκρυμμένο φεγγάρι κι ήρθε μόνο του το παλιό τραγούδι.

«Ψηλά με πέπλα αίματος

χλιμίντριζε η σελήνη»

κι αμέσως σκέφτομαι πόσον καιρό έχω, όχι να διαβάσω, τουλάχιστον να ψιθυρίσω ένα στίχο, σαν κι αυτόν του Διονύση, να αισθανθώ τη χαρμολύπη ή το κελάρυσμα ενός ρυθμού.

Λέω μήπως είναι οι δουλειές, μήπως άλλαξε πουκάμισο γιατί μεγάλωσε το φίδι του εφιάλτη της ζωής. Μήπως όλο αυτό που σέρνεται σαν πολιτική γλίτσα στον δημόσιο βίο έχει στομώσει τις κεραίες μου.

Αργά, πια, όταν γύρισα στο σπίτι και πήγα να σβήσω το φως λίγο πριν μπω στον ύπνο, άκουσα λέξεις σκόρπιες να γυρίζουν στο μυαλό μου, μέχρι που βρήκαν τη σειρά τους και βγάλαν τον χρησμό.

Δεν φταίνε οι δουλειές μήτε και το πουκάμισο. Αλλά είναι που έτσι όπως μ’ έκανε η τρεχάμενη ζωή την ντρέπομαι. Ντρέπομαι πια την ποίηση. Τρέμω μην την λερώσει η τωρινή μου η ματιά.