Το 2002, ένα βιβλίο με τίτλο «Τα χαμένα εδάφη της δημοκρατίας» περιέγραφε πώς πέρασαν στον αστερισμό του Ισλάμ συνοικίες, δήμοι, σχολεία και πανεπιστήμια. Στα επόμενα δεκαέξι χρόνια, στα εξισλαμισμένα γαλλικά εδάφη (παρόμοια υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες), προστέθηκαν ισχυροί θύλακες φιλοϊσλαμικής πολιτικής που κατέληξαν σε μικροκράτη εν κράτει: σήμερα, το 69,3% των 9.200 μουσουλμάνων μαθητών γυμνασίου στον νομό Bouche-du-Rhône «δεν νιώθουν Γάλλοι» και το 85% των ερωτηθέντων στο Saint-Denis δεν ξέρουν τι είναι «οι γαλλικές αξίες», θεωρώντας, όπως προσθέτουν, «απαράδεκτη παρέμβαση στα εσωτερικά τους» την πρόθεση του γαλλικού νόμου να ρυθμίζει τον τρόπο ζωής τους.

Το 2002 τα ΜΜΕ μποϊκόταραν το βιβλίο· πολλοί το κακολογούσαν χωρίς να το έχουν διαβάσει. Το 2015, όταν επανακυκλοφόρησε με καινούργιες μαρτυρίες για το τι εκτυλίσσεται στις συνοικίες, στους δήμους, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, πάλι κανείς δεν ήθελε να μάθει. Το βιβλίο θεωρήθηκε ισλαμοφοβικό, ο δε Ζορζ Μπενσουσάν που επιμελήθηκε τις μαρτυρίες, αν και αριστερός, απερρίφθη ως αναξιόπιστος λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Εξαιρέσεις υπήρξαν: το επίσης αριστερό περιοδικό Marianne τον στήριξε· όμως, πολλοί δημοσιογράφοι του Marianne είναι Εβραίοι… Στη Γαλλία, αν πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ της μαρτυρίας ενός Εβραίου και της μαρτυρίας ενός ισλαμιστή, διαλέγουμε τη δεύτερη.

Σε όλο και περισσότερες κοινότητες δεν φτάνει ο γαλλικός νόμος. Και όταν φτάνει, οι αντιδράσεις είναι βανδαλισμοί, καταστροφή δημόσιας περιουσίας, επιθέσεις σε όργανα της τάξεως. Μαθητές, σπουδαστές τεχνικών ιδρυμάτων και κάτοικοι προερχόμενοι από τη μετανάστευση (αλλά όχι απαραιτήτως) παίρνουν οδηγίες από το τοπικό τζαμί και δρουν αναλόγως. Το αποτέλεσμα είναι να απομακρύνονται από το λαϊκό σχολείο, άρα από την αγορά εργασίας εφόσον δεν αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες (έτσι κι αλλιώς, μερικά μαθήματα είναι ασύμβατα με το Ισλάμ και οι μαθητές δεν τα παρακολουθούν ή προκαλούν ταραχές στη σχολική αίθουσα: η Ιστορία ―εξαιτίας του Ολοκαυτώματος, της αποικιοκρατίας, του γαλλικού εθνικού αφηγήματος, του Διαφωτισμού― η Βιολογία, η Αγωγή του Πολίτη, η γεωγραφία). Η έλλειψη παιδείας είναι, φυσικά, ένας από τους παράγοντες της ανεργίας, της βίαιης συμπεριφοράς και της παραβατικότητας που απαντά στις κοινότητες με μεγάλα ποσοστά μουσουλμάνων. Δεν φταίει η ανεργία για τον τρόπο ζωής στα περιβόητα συγκροτήματα λαϊκών κατοικιών όπου ζουν πολλοί μουσουλμάνοι: φταίει ο τρόπος ζωής για την ανεργία. Η ανεργία είναι συνέπεια, όχι αιτία.

Οι καθηγητές των τοπικών σχολείων ζουν επικινδύνως: λιγοστοί διδάσκουν με τη θέλησή τους σε δήμους όπως το Roubaix ή το Clichy-sous-bois· οι περισσότεροι κωλυσιεργούν περιμένοντας τη μετάθεση. Κι εδώ εξαιρέσεις υπάρχουν: μια καθηγήτρια, πρώην μέλος του ΚΚ, στην Τrappes (32 χιλ. νοτιοδυτικά του Παρισιού), εμφανίστηκε στην τηλεόραση και περιέγραψε πώς προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου σε μια τάξη γεμάτη φανατικούς του Μωάμεθ. Έξω από την αίθουσα, οι ισλαμιστές μαθητές τής γνέφουν ότι θα της κόψουν το λαρύγγι ― εκείνη συνεχίζει και μέχρι στιγμής είναι ζωντανή. Σε λύκειο της Λιλ, ο καθηγητής Σουφιάν Ζιτουνί, απεδείχθη λιγότερο ήρωας και αναγκάστηκε σε παραίτηση διότι μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Charlie Hebdo είπε ότι «Σήμερα ο προφήτης είναι με τα θύματα, είναι Charlie». (Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις παρόμοιου εξοστρακισμού).

Οι μη-μουσουλμάνοι φεύγουν σπό αυτές τις κοινότητες όπου επικρατεί ατύπως η Σαρία ― έτσι, επιτείνεται η ομοιομορφία και τα χαρακτηριστικά του γκέτο. Δεν πρόκειται οικονομικό ζήτημα ― η γκετοποίηση δεν ερμηνεύεται, ούτε αίρεται με χρήμα: είναι ψυχική και διανοητική κατάσταση, όχι οικονομική και γεωγραφική. Στα χαμένα εδάφη της δημοκρατίας, τον αναλφαβητισμό συνοδεύει μίσος, το οποίο καλλιεργεί η ισλαμοαριστερή προπαγάνδα, και αγελαίο πνεύμα: κανένα κεφάλι δεν πρέπει να ξεχωρίζει· αν ξεχωρίζει κόβεται. Ούτε πρόκειται ακριβώς για καταπίεση στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας: οι θρησκευτικοί περιορισμοί είναι ευπρόσδεκτοι· οι κανόνες συγκροτούν μια ταυτότητα ―μια «αντι-ταυτότητα» («Δεν είμαι, ούτε θέλω να είμαι, σαν εσένα!»). Οι δυτικές φαντασιώσεις περί, για παράδειγμα, γυναικών που αναγκάζονται σε υποταγή, είναι εκδήλωση της νοσηρής αντίληψης ότι όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Δεν σκέφτονται: οι αιώνες παράλληλης ιστορίας έχουν διαμορφώσει διαφορετικές αξίες, διαφορετικό τρόπο του υπάρχειν.

Τι συμβαίνει συνοπτικά: υπερσυγκέντρωση μουσουλμάνων σε ορισμένες πόλεις (το αντίθετο του κοινωνικού πλουραλισμού), βαθμιαία αντικατάσταση του κοσμικού νόμου με τον θρησκευτικό, απομόνωση από τις αρχές (η αστυνομία φοβάται να πλησιάσει), γκετοποίηση· στη συνέχεια, η γκετοποίηση προκαλεί εγκληματικότητα (ναρκεμπόριο, οπλοφορία, αυτοδικία), παραμέληση και καταστροφή του δημόσιου χώρου, εξασθένηση της κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης. Σημειώνονται εμπρησμοί συναγωγών (για τους οποίους δεν ενοχοποιείται κανείς), ενώ συμμορίες Αδελφών Μουσουλμάνων λύνουν οικογενειακές και άλλες διαφορές χωρίς να απευθύνονται στον γαλλικό νόμο.

Από το βορειοανατολικό Παρίσι και τα προάστια μέχρι τη Μασσαλία, την Τουλούζη και το Μοντομπάν, η ισλαμιστική νεολαία κατασκευάζει ινδάλματα: τζιχαντιστές και θεολόγους με γόητρο διανοουμένου. Προσχήματα υπάρχουν: η Παλαιστίνη είναι ένα από αυτά αν και έχει μάλλον ξεπεραστεί· η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» επίσης ―ωστόσο, στις δημοτικές εκλογές, οι φιλο-ισλαμιστές υποψήφιοι δεν ασχολούνται με διεθνή θέματα· εκλέγονται για την ίδρυση τζαμιών και κορανικών σχολείων (όπου φοιτούν παιδιά από την ηλικία των τριών ετών) παραβιάζοντας τον νόμο το 1905. Όσο για το γαλλικό σύστημα Δικαιοσύνης δείχνει επιείκεια, εφαρμόζοντας τακτική κατευνασμού. Όι φυλακές έχουν εξελιχθεί σε ισλαμικά ιεροσπουδαστήρια, όπου οι μουσουλμάνοι «ριζοσπαστικοποιούνται» ―μια ρομαντική λέξη. Οι Γάλλοι, για να μη χαρακτηριστούν ισλαμοφοβικοί ή λεπενιστές, εκχωρούν τις αξίες τους. Έτσι, η Γαλλία απειλείται με ενδόρρηξη: το πρόβλημα είναι λιγότερο η οικονομία (που διορθώνεται με μεταρρυθμίσεις) και περισσότερο η κοινωνική διάλυση, η πολιτισμική οπισθοδρόμηση. Τη διαδικασία ξεκίνησε η κεντροδεξιά –με την κάκιστη ιδέα των λεγόμενων «ιθαγενών της δημοκρατίας» και τον νόμο της οικογενειακής επανένωσης –και τη συνέχισε ενθουσιωδώς η αριστερά, που, έχοντας χάσει το προλεταριάτο, θέλησε να κερδίσει τις μειονότητες.