Το τελευταίο επεισόδιο με τη σύλληψη των δύο ελλήνων στρατιωτικών από την Τουρκία και η προσπάθεια, όπως δείχνουν τα πράγματα, μετατροπής του σε ιδιότυπο πολιτικό εκβιασμό της Ελλάδας εντάσσονται δυστυχώς στο ίδιο πλαίσιο σταδιακής κλιμάκωσης της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας: από την αναθεωρητική ρητορική των τελευταίων δύο χρόνων (με αποκορύφωμα την επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αθήνα τον Δεκέμβριο) το καθεστώς Ερντογάν έχει περάσει στη δημιουργία «κρίσεων χαμηλής έντασης» σε δύο τουλάχιστον εστίες, την Κύπρο και το Αιγαίο. Ειδικά στο Αιγαίο ο εμβολισμός του ελληνικού σκάφους του Λιμενικού από την τουρκική ακταιωρό στην περιοχή των Ιμίων και η πρόσφατη έκδοση NAVTEX από την Τουρκία με την οποία δεσμεύεται η περιοχή του Καστελλόριζου δεν επιτρέπουν παρερμηνείες όσον αφορά στην κλιμάκωση της επιθετικής συμπεριφορά της Τουρκίας.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν να γυρίζουν πίσω στις δύσκολες δεκαετίες του ’80 και του ’90. Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις αλκυονίδες ημέρες της περιόδου που ακολούθησε το ευρωπαϊκό συμβούλιο στο Ελσίνκι στο τέλος της δεκαετίας του ’90, όταν μέσα από ένα συγκροτημένο σχέδιο και συγκεκριμένες ελληνικές πρωτοβουλίες δρομολογήθηκε ακόμα και η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις «επαναδιμεροποιήθηκαν», η όποια ευρωπαϊκή μόχλευση της Τουρκίας αποδυναμώθηκε (αν δεν εξαφανίστηκε) ενώ η Τουρκία εισήλθε σε έναν όλο και περισσότερο εντεινόμενο αυταρχισμό και εθνικισμό στο εσωτερικό της και μια στρατηγική περιδίνηση στο εξωτερικό της (από τις μεγαλοστομίες περί ανάδειξής της σε περιφερειακή δύναμη σε κατάσταση «υπέροχης απομόνωσης»).

Η Ελλάδα καλείται σήμερα να κινηθεί σε αυτό το δύσκολο και «σκληρά διμεροποιημένο» πλαίσιο, με έναν απρόβλεπτο γείτονα που δεν διστάζει να σπρώχνει τα πράγματα στα όριά τους και αντιλαμβανόμενη ταυτόχρονα ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες ενίσχυσης των εξωτερικών ερεισμάτων (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) και της δημιουργίας αντιβάρων (Ευρωπαϊκή Ενωση) στην τουρκική επιθετικότητα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αφήνει ανεκμετάλλευτη την όποια, έστω και μικρή, ευρωπαϊκή μόχλευση μπορεί να διαθέτει. Είναι για αυτό που η προγραμματισμένη για το τέλος του μήνα συνάντηση ΕΕ – Τουρκίας στη Βάρνα δεν πρέπει να ακυρωθεί.

Η αποτελεσματική διαχείριση της τουρκικής συμπεριφοράς δεν προϋποθέτει μόνο νηφαλιότητα και ψυχραιμία αλλά και κατάλληλη προετοιμασία. Η ανάπτυξη ενός συγκροτημένου συστήματος διαχείρισης «κρίσεων χαμηλής έντασης», όπως αυτές που πιθανότατα θα ξαναδούμε στο Αιγαίο, είναι επιβεβλημένη καθώς θα αποτρέψει μεταξύ άλλων και την παρατηρούμενη πολυφωνία, αν όχι κακοφωνία, των ελληνικών απαντήσεων στην κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου