Για κάποιον που έβλεπε την Αθήνα να καίγεται επί τρεις ημέρες χωρίς να αντιδρά, έμεινε ακίνητος στη θέση του βλέποντας τον Κασιδιάρη να χαστουκίζει τη Λιάνα Κανέλλη ή ζάρωσε σε μια γωνιά του καναπέ ακούγοντας τον Ερντογάν θυμωμένο, η δήλωση «ξέρουμε να είμαστε απέναντι αν η Ιστορία μας υποχρεώσει, θα το πράξουμε όπως έκαναν οι πρόγονοί μας» μοιάζει περισσότερο με άσκηση θάρρους. Με έναν λεονταρισμό που δεν ακούγεται σαν καμμενικός βρυχηθμός, αλλά σαν λαζοπουλικός ψίθυρος. Με κάτι, τέλος πάντων, που μπορεί να είναι κοντά στη φύση του Προκόπη Παυλόπουλου. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη θέση του.

Γι’ αυτήν την άσκηση θάρρους ο Προκόπης Παυλόπουλος υπέβαλε τη σημερινή πραγματικότητα στη δοκιμασία μιας ηρωικής ανάγνωσης της Ιστορίας. Την προσάρμοσε σε ένα εθνικό αφήγημα βάρβαρων κατακτητών και αδούλωτων ραγιάδων, τα οφέλη του οποίου στην εθνική εκπαίδευση είναι αμφίβολα –πόσω μάλλον στην εξωτερική πολιτική. Από αυτήν τη δεξαμενή ηρωισμού αντλούν υλικό οι σχολικές γιορτές. Αλλά μπορεί να αντλεί υλικό και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Μπορεί να επιχειρηματολογεί με φουστανέλες, τσαρούχια και φισεκλίκια ο πολιτειακός παράγοντας που εκφράζει την ενότητα ενός έθνους και μιλάει στο όνομά του;

Στοιχειωμένος από την εικόνα του καναπέ στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Προκόπης Παυλόπουλος τόλμησε ενδεχομένως αυτήν την εθνεγερτική άσκηση θάρρους για να σβήσει την κακή ανάμνηση. Θα τον κρίνει ασφαλώς η Ιστορία. Οχι εκείνη με τους ήρωες, τους πολέμους με θριάμβους αλλά χωρίς αίμα, τις ήττες που διαβάζονται σαν νίκες για να συντηρηθεί το εθνικό φρόνημα. Αλλά εκείνη που τοποθετεί τα γεγονότα στις σωστές τους διαστάσεις. Και –κυρίως –τα πολιτικά μεγέθη.