Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που βγήκε στους κινηματογράφους το «Εξπρές του Μεσονυκτίου» του Ολιβερ Στόουν. Στην αργκό των φυλακών σημαίνει απόπειρα απόδρασης. Στις μέρες μας όμως παραπέμπει στις πολύ σκληρές συνθήκες κράτησης αλλά και στις συνοπτικές διαδικασίες των τουρκικών δικαστηρίων. Ο κεντρικός ήρωας (και συγγραφέας του ομότιτλου βιβλίου) Μπίλι Χέιζ συλλαμβάνεται στην Κωνσταντινούπολη για κατοχή μαριχουάνας. Παγιδευμένος στη συνωμοσία του ακατανόητου βρίσκεται να εκτίει ποινή 30 ετών σε συνθήκες σωματικού, ψυχικού και διανοητικού εξανδραποδισμού. Ο Χέιζ θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία σύγχρονη και πιο εκλαϊκευμένη εκδοχή του Γιόζεφ Κ. της «Δίκης», δίχως βέβαια τη λογοτεχνική στόφα του Κάφκα. Χωρίς αυτό να τον καθιστά λιγότερο τραγικό πρόσωπο.

Η Τουρκία είχε διαμαρτυρηθεί τότε αλλά η σημερινή πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ανάμεσα στα τόσα κινηματογραφικά κλισέ που έχουν έλθει και παρέλθει το «εξπρές του μεσονυκτίου», ειδικά μετά το καλοκαίρι του 2016, παραμένει σταθερά εν ισχύι. Και, διαβάζοντας την επιστολή του Αχμέτ Αλτάν, πέρασε, σαν τρέιλερ από το μυαλό μου, η ταινία.

Δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό στον εγκλεισμό στη φυλακή ακόμη και αν γίνεται για ιδεολογικούς λόγους. «Το «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου και διάβαζε πολύ» είναι μόνο ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τους απ’ έξω» μού έλεγε φίλος που έχει κάνει πολιτικός κρατούμενος επί χούντας. «Το κελί σου δεν μπορείς να το αγαπήσεις ενώ στη φυλακή ούτε το μυαλό σου είναι ελεύθερο γιατί γυρίζει γύρω από τις ίδιες σκέψεις». Ακόμη και «ο πιο διάσημος κρατούμενος» στον κόσμο, όπως ήταν ο Νέλσον Μαντέλα, το περιγράφει σαν έναν τάφο αφού «…όταν ξάπλωνα, άγγιζα με τα πόδια μου τον απέναντι τοίχο, ενώ το κεφάλι μου ακουμπούσε στο τσιμέντο της άλλης πλευράς». Και στις τουρκικές φυλακές δεν μπορεί να υπάρχει ρήγμα αισιοδοξίας, πόσω μάλλον όταν ο ίδιος ο Αλτάν πιστεύει στη ρήση του Κούντερα ότι η αισιοδοξία είναι το όπιο των ηλιθίων.