Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα βρισκόταν στο Λονδίνο για τα γενέθλια του φίλου του Πάμπλο Νερούδα. Κι ενώ διέτρεχαν με ένα πλοίο τον Τάμεση, του έλεγε πόσο ενοχλημένος ήταν με ένα άρθρο που τον προσέβαλλε και έγραφε ψέματα γι’ αυτόν. Του είπε τότε ο Νερούδα: «Σιγά σιγά γίνεσαι διάσημος. Θέλω λοιπόν να ξέρεις τι σε περιμένει: όσο πιο διάσημος γίνεσαι, τόσο περισσότερο θα σου επιτίθενται. Για κάθε έπαινο, θα δέχεσαι δύο με τρεις προσβολές. Εγώ έχω ένα συρτάρι γεμάτο με όλες τις προσβολές, αισχρότητες και κακίες που μπορείς να φανταστείς. Δεν έχω γλιτώσει κανέναν χαρακτηρισμό: κλέφτης, διεστραμμένος, προδότης, εγκληματίας, κερατάς… Τα πάντα! Οταν γίνεσαι διάσημος, είσαι υποχρεωμένος να περάσεις από αυτό το στάδιο».

Εχει ακούσει πολλά στη ζωή του ο Βάργκας Γιόσα. Ηδη από τότε που ήταν παιδί και ήθελε να πάει στο Παρίσι για να γίνει συγγραφέας. Και συνέχισε να ακούει στην κατοπινή του πορεία, όταν άρχισε να απομακρύνεται από τον κομμουνισμό και τον μαρξισμό. Εκοψε τους δεσμούς του με την επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν έγινε γνωστή η μεταχείριση του συγγραφέα Εμπέρτο Παντίγια από το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο. Συνειδητοποίησε τότε ότι τον εξέφραζε περισσότερο ο Καμί από τον Σαρτρ. Εγκατέλειψε τις παραδοσιακές θέσεις της Αριστεράς. Και τότε επαληθεύτηκε η προφητεία του Νερούδα. Δεν τον είπαν διεστραμμένο, τον είπαν φιλελεύθερο.

Ο περουβιανός συγγραφέας τα διηγείται όλα αυτά στο καινούργιο του βιβλίο με τίτλο «Το κάλεσμα της φυλής», που κυκλοφορεί την ερχόμενη Πέμπτη. Πρόκειται για έναν φόρο τιμής στους συγγραφείς που τον σημάδεψαν: Καρλ Πόπερ, Φρίντριχ Χάγιεκ, Αϊζάια Μπερλίν. Και μια απάντηση στους κατηγόρους του.

Τι χαρακτηρίζει αυτούς τους κατηγόρους; Ο φθόνος. Ο φανατισμός. Κι ένα βαθύ σύμπλεγμα κατωτερότητας. Εχουν απέναντί τους έναν επιτυχημένο, έναν διάσημο, και του επιτίθενται με συκοφαντίες, απειλές, ειρωνείες, και όποια άλλη μέθοδο βρουν, ελπίζοντας να αντιδράσει και να κυλιστεί στον ίδιο βούρκο μαζί τους. Τη μια μέρα το κάνουν ατύπως και την άλλη επισήμως. Αλλοτε τον διαβάλλουν ανωνύμως κι άλλοτε επωνύμως. Δεν έχουν όρια. Δεν τους ενδιαφέρει ο διάλογος. Αλλά η εξαγρίωση του πλήθους.

Μετά το πρώτο μούδιασμα, τα τρωκτικά βγήκαν από τα καλούπια κι άρχισαν να κραυγάζουν. Είναι άναρθρες οι κραυγές τους, αλλά ξεχωρίζεις κάποιες λέξεις, όπως «ελίτ», «δωσίλογοι», «ανατροπή», «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ», «παπαγαλάκια», «συμπόνια». Εξαλλοι μπροστά στα μαθήματα αξιοπρέπειας που παρέδωσαν οι άριστοι, οι διώκτες τους –ανίκανοι, αμόρφωτοι, αποτυχημένοι –βγάζουν αφρούς. Νομίζουν πως εκδικούνται. Στην πραγματικότητα, απλώς αποκαλύπτονται. Οι ίδιοι και τα αφεντικά τους.

Ακούει κανείς; Ναι, μια ολόκληρη κοινωνία. Πείθεται κανείς; Μα όχι, πέρασε η εποχή της αθωότητας, οι διεκδικητές του «ηθικού πλεονεκτήματος» απέδειξαν το χάσμα που τους χωρίζει από το Ηθος. Θα τους απαντήσει κανείς; Ισως, αλλά θα είναι λάθος. Η πλευρά του πολιτισμού και της ευπρέπειας έχει πάντα ένα όριο, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να πέσει γιατί θα χάσει. Ας μην αναλώνεται λοιπόν σε άνισες μάχες. Απέναντι στους συμπλεγματικούς και τους χυδαίους, άλλωστε, θα έχει πάντα τον Μάριο Βάργκας Γιόσα.