Ο Μέγας Δάσκαλος της δημοσιογραφίας, το όνομα του οποίου ου λήψει επί ματαίω, ο άνθρωπος που διαμορφώθηκε εκεί όπου δενότανε τ’ ατσάλι του σταλινισμού και που πλούτισε τον εσωτερικό του κόσμο με τα ραδιενεργά μαρούλια του Τσερνόμπιλ, σημερινός διευθυντής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού, μετά το φιάσκο της παραπομπής κορυφαίων πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που κατηγορούνται στην υπόθεση Novartis, έγραψε μια αδιανόητη έκθεση στο facebook.

Η βασική δικαιολογία του Μεγάλου Δασκάλου, ο οποίος κηρύσσει τη ρεβάνς του Εμφυλίου, είναι ψυχαναλυτικού χαρακτήρα. Ανάγεται στα παιδικά χρόνια της Αριστεράς, τότε που η παράταξη της αντιδημοκρατικής αυταρχικής γραφειοκρατίας οικοδομούσε για τη φύση της το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Ο Μέγας Δάσκαλος πηγαίνει στα μετεμφυλιακά χρόνια, εκεί όπου γαλβανίστηκε το αριστερό μαρτυρολόγιο, όταν «άλλοι έλειωναν παντελόνια στο Χάρβαρντ, κι εμείς τα λειώναμε σε εδώλια δικαστηρίων». Κατά τον Μεγάλο Δάσκαλο, οι σημερινές μεθοδεύσεις κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης είναι αντεπίθεση στους «απέναντι», στην «ελίτ που μας μπαγλάρωνε, μας δίκαζε, μας καταδίκαζε…».

Το κείμενο του Μεγάλου Δασκάλου είναι απίστευτο, όχι μόνο για την εκφραζόμενη εκδικητικότητα μιας αυτοθυματοποιημένης ιδεολογίας (γνωστής για τα αυταρχικά καθεστώτα που οικοδόμησε), η ήττα της οποίας –ευτυχώς για τη χώρα –στον εμφύλιο πόλεμο δεν θα μπορούσε να μην έχει συνέπειες για τους ηττημένους. Το κείμενο είναι απίστευτο κυρίως για την αιτιολόγηση της παραπομπής των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης ως ρεβάνς του Εμφυλίου: «Γύρισαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Οι λαθρεπιβάτες της εξουσίας, προανακρίνουν –τρομερό! –τους ιδιοκτήτες της. Τα άγρια διώκουν τα ήμερα»!

Η φαντασίωση του Μεγάλου Δασκάλου ότι ο Εμφύλιος συνεχίζεται είναι αδιανόητη για δημοκρατίες. Σε όλη την Ευρώπη, τα έθνη αναμετρήθηκαν με το παρελθόν τους και προχώρησαν. Στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, κηρύχτηκε η εθνική συμφιλίωση. Οι μόνες δυνάμεις που δεν την αναγνώρισαν και μεθοδευμένα την υπονόμευσαν προέρχονταν από το χώρο της τρομοκρατίας –γι’ αυτό, ανάμεσα στα θύματα του Κουφοντίνα, βρέθηκε ο Παύλος Μπακογιάννης, επειδή επιδίωκε τη θεμελίωση της συμφιλίωσης όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στο κράτος. Ο Μπακογιάννης εργάστηκε για να πάψει η Αριστερά να εμφανίζεται ως θύμα, για να μπορεί ισότιμα να συμβάλλει στο χτίσιμο της δημοκρατικής νέας εποχής.

Μετά την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, όντως, υπήρξαν κάποιοι αριστεροί εντός του Συνασπισμού τότε που στήριξαν τους τρομοκράτες –ουσιαστικά, δηλαδή, στήριξαν τη συνέχιση του Εμφυλίου. Αλλά δεν ανησυχούσε κανείς, επειδή όλα αυτά ήταν περιθωριακά φαινόμενα, ιδίως σε μια Αριστερά που εμφανιζόταν ως υπερασπίστρια των δημοκρατικών θεσμών. Ποιος μπορούσε να φανταστεί τότε ότι η ίδια αυτή Αριστερά, έστω η μετεξέλιξή της, θα ήταν έτοιμη να καταλύσει αυτούς τους θεσμούς κατά το συμφέρον της;

Ποιος μπορούσε να φανταστεί τότε ότι προϊστάμενος του γραφείου Τύπου του έλληνα Πρωθυπουργού θα ήταν ένας πολίτης που κηρύσσει νέο γύρο σε έναν ατελείωτο εμφύλιο; Και μια πρώην πρόεδρος Αρείου Πάγου, προϊσταμένη του νομικού γραφείου του ίδιου Πρωθυπουργού, που, κατά την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, κατά τρόπο θεσμικώς ανάρμοστο, τρομοκρατεί και απειλεί τους δικαστές;