Το να προσπαθούν διεθνιστές (ή και εθνομηδενιστές) να λύσουν ένα ευαίσθητο εθνικό θέμα είναι σαν να αναλαμβάνει ο κ. Καμμένος πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Και ενώ απλώς θα κάνουν τελικά την παραχώρηση, θα μας πούνε κι από πάνω τη γενικολογία που έγραψε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός: «Εθνικόν το αληθές». Κι από τότε που την έγραψε, ο καθένας την ανακυκλώνει όπως τον βολεύει, εφόσον η φράση είναι σαν την Κόκα-Κόλα και πάει με όλα, διότι: ο καθείς αλλιώς νοεί και το εθνικόν και το αληθές –δεν υπάρχουν και τα δύο ως έννοιες για την ερμηνεία των οποίων συμφωνούμε όλοι. Ο πασαένας έχει τη δική του εκδοχή κι εκεί που κάποιος εννοεί «ποτήρι», ο άλλος εννοεί «ποδήλατο» ή «μπαουλοντίβανο».

Εννοώ ότι εθνικό μπορεί να είναι και το αναληθές, το εθνικό να είναι αληθές ή το αληθές αντεθνικό –όλες οι ποικιλίες ισχύουν κατά περίπτωση, εφόσον η πολιτική υπηρετεί μόνο τα κεκτημένα, το συμφέρον, το λυσιτελές, το καλό για τον τόπο. Oι πολιτικοί δεν ψάχνουν την αλήθεια όπως οι φιλόσοφοι, που κι αυτοί ζορίζονται να βρούνε τη βελόνα στ’ άχυρα. Παράδειγμα: ο Τίτο κατασκεύασε την προκάτ σκοπιανή «Μακεδονία» από συμφέρον κι όχι γιατί είχε γκαϊλέ με καμιά αλήθεια –άρα το εθνικόν το έκανε ψευδοαληθές, που τείνει να γίνει με το ζόρι «αληθές», για δικούς τους επεκτατικούς σκοπούς. Η «αλήθεια» στην πολιτική είναι σαν τα παλιά λαστέξ της Πειραϊκής Πατραϊκής: πτυσσόμενη κατά βούληση.

Αλλιώς εννοούσε το εθνικόν ο βασιλιάς και αλλιώς ο Βενιζέλος, αλλιώς η χούντα κι αλλιώς οι κεντρώοι, αλλιώς οι κομμουνιστές (που εξάλλου δεν πιστεύουν στο έθνος, όντας διεθνιστές) κι αλλιώς ο Παπάγος. Διαφορετικά ο κ. Λεβέντης κι αλλιώς ο κάθε λεβέντης. Αν υπήρχε κοινή αντίληψη, δεν θα προέκυπτε και Διχασμός ή Εμφύλιος –έπειτα, μπορεί κάποιος να θέλει το εθνικό συμφέρον αλλά να προκαλέσει όλεθρο ή από κακή επιλογή να πράξει το αγαθό για τον τόπο. Κανείς δεν ξέρει εξ υπαρχής. Υπάρχουν όμως και τα αυτονόητα, υπάρχουν τα όρια: δεν μπορεί να δώσεις τη Μακεδονία και τη Θράκη και να λες πως αυτό υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Κι όμως, ακόμα και αυτό έχει υποστηριχθεί επί δεκαετίες, όπως και άλλες τερατολογίες.

Το «εθνικό συμφέρον» έχει τις προφανείς βάσεις του, αλλά, μέσα σε πλαίσια, είναι και διερώτηση. Είναι ανάλλαχτη, αντικειμενική αλήθεια και αίσθηση, αλλά και κρίση, οξυδέρκεια, εκτίμηση ρευστών δεδομένων και σύνθετος συλλογισμός. Τελικώς έμπρακτη πολιτική μέσα στην αλλοιούμενη διαρκώς συγκυρία, διορθωτικές κινήσεις, ευελιξία, τύχη, και κρίνεται μόνο εκ του αποτελέσματος και μακροπρόθεσμα. Δεν υπάρχει εγγύηση νίκης, όπως δεν υπάρχει Interamerican της καρδιάς. Δεν πατάς το κουμπί και βγαίνει η χοντρή.

Ο Σωκράτης, οι σοφιστές κι ο Πλάτων φάγανε τη ζωή τους για να ξεκαθαρίσουν πώς νοείται μια λέξη, αλλιώς δεν υπάρχει καμιά συζήτηση, εφόσον ο καθένας νοεί άλλα αντ’ άλλων. Ολα είναι γλώσσα, άρα όλη η απάτη κάθε φορά ξεκινάει και τελειώνει με τις λέξεις. Η στρέβλωσή τους και οι συνειδητά νωθρές ή καταχρηστικές ερμηνείες είναι η βάση κάθε λαϊκισμού και όχι μόνον. Υπάρχει, δε, σπανίως το win win, αλλά το σύνηθες στην πολιτική είναι αυτό που γράφει ο Βάρναλης: «Η χαρά του ενού, Χάρος του αλλουνού». Ιστορικά ο ουμανισμός είναι κυρίως για τους συλλόγους δαντελοπλεχτικής –εκτός αν μας συμφέρει, οπότε τον επικαλούμαστε.

Εξάλλου μην ξεχνούμε πως όλα τα έθνη βασίζονται σε αλήθειες, αλλά κυρίως στα λεγόμενα «ζωτικά ψεύδη». Ο Τσόρτσιλ δήλωσε: «Αν λέγαμε αλήθεια για 24 ώρες, μέσα στον ίδιο χρόνο θα χάναμε όλες τις αποικίες μας». Πολιτική είναι η προάσπιση του συμφέροντος –που κι αυτό είναι πάντα υπό συζήτηση. Κι όλα είναι λέξεις καταρχήν –όπως τώρα που ποικιλότροπα χρησιμοποιείται ο όρος «πατριώτης», ακόμα κι από εθνομηδενιστές που παθαίνανε ωορρηξία στο άκουσμά του. Ή «υπερπατριώτης». Ναι, αλλά ποιος μπορεί να ορίσει τα όρια και τους βαθμούς στην εξής κλιμάκωση: υπερπατριώτης, πατριώτης, υποπατριώτης, ανθυποπατριώτης, ηττοπαθής, χουβαρντάς – ενδοτικός λόγω ιδεοληψίας, δωσίλογος, προδότης, υπερπροδότης; Ποιος κατέχει τα αντικειμενικά μέτρα, τα αποδεκτά από όλους; Κανείς. Αρα ο καθείς λέει και εννοεί ό,τι θέλει, ό,τι καταλαβαίνει και ό,τι τον συμφέρει. Βάζει το όριο κατά βούληση, κι ό,τι θυμάται, χαίρεται.

Καταρχήν ο Σωκράτης και οι σοφιστές είναι αυτοί που πρώτοι κατάλαβαν ότι στη γλώσσα παίζονται όλα τα βασικά, επινόησαν τους όρους «σημαίνον» και «σημαινόμενο» και έθεσαν τους όρους της συζήτησης, του επιχειρήματος, της πειθούς. Κι όλα αυτά χάριν της πόλεως, εφόσον για να ληφθεί μια ορθή απόφαση απ’ την εκκλησία του δήμου, πρέπει να προηγηθεί μια σαφής συζήτηση κι όχι να παρασύρεται ο λαός απ’ τους δημαγωγούς, κάτι που ωστόσο δεν συνέβαινε σπάνια και συνεχίζει να συμβαίνει με ιδιαίτερη επιτυχία. Γι’ αυτό και ακόμα και τώρα ο καθείς, μόλις ζοριστεί, θυμάται τη λαστέξ φράση του κατά τα άλλα μέγιστου Διονυσίου Σολωμού «Εθνικόν το αληθές», πιστεύοντας πως ο ίδιος κατέχει και το αποκλειστικό, μοναδικό νόημά της –κι ο Ιωαννίδης νόμιζε ότι το ήξερε κι έχασε τη μισή Κύπρο. Εμείς, δηλαδή, τη χάσαμε. Και αν χάσουμε την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία ή τη Θράκη, θα μας νοιάζει το αληθές; Ή το ηθικόν; Αν ήμασταν καλά παιδιά και λαμπρά Ελληνόπουλα;

Το είπε ο Μακιαβέλι: «Μόνο η νίκη είναι ηθική». Αρα δεν υπάρχει αληθές. Αυτό το επιβάλλουν οι νικητές. Ενίοτε, δε, στην Ελλάδα, και οι νικημένοι. Για λίγο, έστω. Αλλά να δείτε που η ήττα, τώρα, θα παρουσιαστεί ως «λαμπρή νίκη». Και ολίγον αργότερα ίσως μας πούνε: πρέπει να πάρουμε μια γενναία απόφαση, να δώσουμε τη Θράκη. Αν ακούσεις τη φράση «γενναία απόφαση», τότε επίκυψη ενδοτισμού (στα τέσσερα) μυρίζει.