H SEC, η πανίσχυρη, ανεξάρτητη επιτροπή που εποπτεύει την τήρηση των νόμων και των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, είναι τέκνο του κραχ του 1929. Δημιουργήθηκε από τον Ρούζβελτ το 1934, με πρώτο πρόεδρο τον Τζόζεφ Κένεντι, για να καθαρίσει τη Wall Street και να εξασφαλίσει πως ό,τι οδήγησε στο Κραχ δεν θα επαναληφθεί. Είναι από τα λίγα δημιουργήματα της ρουζβελτιανής – κεϊνσιανής επανάστασης που επιζούν και αντέχουν στον χρόνο. Δεν επαινείται πάντοτε για το έγκαιρο και αποτελεσματικό των παρεμβάσεών της. Αλλά κάθε εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρεία τρέμει μην πέσει στα νύχια της.

Τον Φεβρουάριο του 2012, λοιπόν, η SEC κατηγόρησε την εταιρεία παραγωγής ιατρικού υλικού Smith & Nephew PLC, με έδρα το Λονδίνο, ότι, για πάνω από μια δεκαετία, δωροδοκούσε συστηματικά έλληνες γιατρούς για να αυξήσει τις παραγγελίες της στην Ελλάδα. Η εταιρεία παραδέχθηκε την αμαρτία της και δέχθηκε να πληρώσει 22 εκατομμύρια δολάρια πρόστιμο για να κλείσει η υπόθεση. Στην Ελλάδα δεν συγκινηθήκαμε και πολύ. Δεν εισπράξαμε δεκάρα και κανείς δεν ζήτησε να στηθούν ειδικά δικαστήρια.

Αλλά δεν ήμασταν οι μόνοι. Δύο μήνες αργότερα, η ίδια αμερικανική Αρχή επέβαλε διπλάσιο πρόστιμο, 45 εκατομμύρια, σε μια άλλη φαρμακευτική εταιρεία, την Pfizer, με την κατηγορία ότι δωροδοκούσε γιατρούς στη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κίνα, την Ιταλία, το Καζακστάν, τη Σερβία, τη Ρωσία και την Τσεχία, προκειμένου να συνταγογραφούν τα φάρμακά της.

Συνολικά, από το 2000 έως σήμερα, οι μεγάλες, πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν κατηγορηθεί από τη SEC για 365 παραβάσεις του νόμου που απαγορεύει τη διαφθορά κρατικών υπαλλήλων σε τρίτες χώρες. Τα πρόστιμα που έχουν συνολικά καταβάλει ξεπερνούν το μυθικό ποσό των 31 δισ. δολαρίων. Η Novartis, μάλιστα, δεν είναι καν στο top 10 των φαρμακευτικών εταιρειών με τις περισσότερες καταδίκες για διαφθορά. Εχει πληρώσει, ωστόσο, περίπου 900 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα για πέντε διαφορετικές υποθέσεις μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, πριν βρεθεί μπλεγμένη στην ελληνική υπόθεση που τώρα ερευνάται.

‘Ως εδώ η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι μια από εκείνες τις χώρες, με αδύναμη θεσμική άμυνα, στις οποίες συστηματικά οι φαρμακευτικές εταιρείες χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές διαφθοράς για να προωθούν τα προϊόντα τους. Χαρακτηριστικό: σε μια έρευνα για τη διαφθορά στον χώρο της Υγείας που παρήγγειλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2017 (και τα θλιβερά ευρήματα της οποίας δημοσιεύθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο) η Ελλάδα επελέγη ως μια από τις υπό διερεύνηση χώρες, μαζί με την Κροατία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Ωραία παρέα!

Τι είναι αυτό που μας κάνει διαφορετικούς;

Το γεγονός ότι σε όλες τις υποθέσεις διαφθοράς που ήρθαν στο φως και έληξαν με βαριά πρόστιμα σε διάφορες χώρες με πρωταγωνιστή τη Novartis ή κάποια άλλη εταιρεία, το σκηνικό ήταν ταυτόσημο: μια επιχείρηση διαφθοράς γιατρών, φαρμακοποιών και στελεχών δημόσιων νοσοκομείων και ασφαλιστικών φορέων. Ούτε η συγκεκριμένη εταιρεία κατηγορήθηκε ποτέ για χρηματισμό πολιτικών προσώπων, ούτε σε κάποια από τις άλλες 365 υποθέσεις διαφθοράς που αποδόθηκαν σε φαρμακευτικές εταιρείες τα τελευταία 20 χρόνια ενεπλάκη όνομα πολιτικού. Συνέβη, για πρώτη φορά, τώρα στην Ελλάδα. Με την υπόθεση που συζητήθηκε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή.

Αυτή είναι η ελληνική εξαίρεση.

Ακουγα προχθές, σε μια τηλεοπτική εκπομπή, να ερωτάται ο καλεσμένος: «Μα καλά, πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να υπάρχει σκάνδαλο, τόσο μεγάλη διαφθορά γιατρών, χωρίς άνωθεν καθοδήγηση, χωρίς εμπλοκή πολιτικών, ότι μπορεί να κυκλοφορεί τόσο μαύρο χρήμα και να μην έχει πολιτικούς ως παραλήπτες;». Το γεγονός ότι το ερώτημα διατυπώνεται και προσλαμβάνεται ως περίπου αυτονόητο είναι αυτό που κάνει την ελληνική περίπτωση διαφορετική.

Είναι επειδή στα μέρη μας, περισσότερο απ’ ό,τι αλλού, η ουσία της πολιτικής, αυτό που δίνει νόημα στον ανταγωνισμό των κομμάτων, είναι η παράδοση στον εκάστοτε νικητή των εκλογών των κλειδιών του κράτους; Είναι επειδή βαθιά στη συνείδηση των πολιτών είναι εγγεγραμμένη η πεποίθηση πως το κόμμα που ορκίζει κυβέρνηση είναι για την κρατική μηχανή κάτι σαν κατακτητής ενός κάστρου που πολιορκήθηκε και εκπορθήθηκε; Είναι επειδή η συμπεριφορά πολιτικών και η εμπειρία των πολιτών δίνουν την εντύπωση ότι τίποτε στο Δημόσιο, ούτε καν οι υπηρεσίες υγείας, δεν μπορεί να γίνει έξω από τον έλεγχο του κόμματος; Είναι επειδή, παρ’ ημίν, οι καταγγελίες για σκάνδαλα υποκαθιστούν, ευκολότερα απ’ ό,τι αλλού, την πολιτική αντιπαράθεση και γίνονται συχνά, εν αμηχανία, το μόνο καύσιμο της πολιτικής μηχανής; Ή είναι απλώς ότι ένα σκάνδαλο, δίχως πολιτική και πολιτικούς, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για κανέναν; Ποιος νοιάζεται για μια υπόθεση διαφθοράς που αφορά χιλιάδες γιατρούς, αν δεν αφορά έναν τουλάχιστον υπουργό; Ποιος ενδιαφέρεται να συζητήσει για θεσμικές αλλαγές και πρακτικά μέτρα που θα απέτρεπαν μελλοντικά σκάνδαλα, αν από την καταγγελία ενός σκανδάλου δεν προκύπτει άμεσο, χειροπιαστό πολιτικό όφελος ή πολιτική ζημιά για τον αντίπαλο;

Υπήρχε κάποτε η ελπίδα πως είχαμε αρχίσει να κάνουμε βήματα ενηλικίωσης, πως αυτή η ελληνική κακοδαιμονία είχε αρχίσει να αντιμετωπίζεται. Πως ερχόταν επιτέλους η ώρα για μια αποπολιτικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης που θα έφερνε και την αποπολιτικοποίηση των σκανδάλων. Μα αυτές οι 18 ώρες στη Βουλή, την περασμένη Τετάρτη, ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι έχουμε κατρακυλήσει με φόρα στις παλιές αμαρτίες –στο όνομα μάλιστα μιας μάχης του νέου με το παλιό!