Στο συλλογικό φαντασιακό, η πατρίδα μας έχει άλλοτε παρομοιαστεί με κοπελίτσα που παραμένει πάντοτε αθώα και γυμνή («η Ελλάδα σού μοιάζει Μπλανς Επιφανί…» λέει ο Χατζιδάκις στην «Πορνογραφία») κι άλλοτε με ρακένδυτη γριά, με την περίφημη Ψωροκώσταινα, η οποία –αφού είδε τους Αγαρηνούς να σφάζουν τα παιδιά της και τον άντρα της στο Αϊβαλί –κατέληξε να ζητιανεύει στο Ναύπλιο και να προσφέρει τον μοναδικό της οβολό υπέρ του εθνικού αγώνος.

Στον δίσκο «Χρονικό», το 1971, σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος –υπογράφοντας ως Κ.Χ. Μύρης –αποκαλεί την Ελλάδα καφενείο. Την περιγράφει εντούτοις μάλλον σαν αυτοσχέδιο τσίρκο. Σαλτιμπάγκοι, σχοινοβάτες, ασώματες κεφαλές, πηδήματα θανάτου, ένα περιφερόμενο μπουλούκι να παίζει, με δανεικές φουστανέλες, την Γκόλφω… Και οι θαμώνες, πληρώνοντας από το υστέρημά τους ή σε είδος, να συνεπαίρνονται, να βουρκώνουν, να χαχανίζουν…

Κι ας έχουν παρέλθει πενήντα σχεδόν χρόνια, η εικόνα φαντάζει αβάσταχτα σημερινή. Οποιος έχει για χούι του να παρακολουθεί την επικαιρότητα, αισθάνεται λες και τον έχουν ρίξει σε ένα αλλόκοτο καμπαρέ, όπου τα νούμερα διαδέχονται το ένα το άλλο, εκβιάζοντας το κλάμα και το γέλιο, την πατριωτική ή την «ανθρώπινη» συγκίνηση, το ενδιαφέρον εν ολίγοις, παντί τρόπω, του κοινού.

Αρκεί να ανατρέξουμε στην επικαιρότητα των τελευταίων μηνών για να δούμε τα σκετς να εναλλάσσονται.

Το καλοκαίρι είχαμε τις σαγιονάρες του κυρίου Κατρούγκαλου και τον τρόπο επιλογής των σημαιοφόρων της Εκτης Δημοτικού στις σχολικές παρελάσεις, ο οποίος σερβιρίστηκε ως μείζον ζήτημα. Με το γλυκό φθινοπωράκι, το πανελλήνιο ταράχτηκε από την πολιτική παρέμβαση της Νατάσσας Μποφίλιου –κούνησαν εν χορώ τα δάχτυλα οι συνήθεις κήνσορες, απαγορεύοντάς της να δηλώνει τροτσκίστρια και υποστηρίκτρια συγχρόνως του ΚΚΕ. Στο μεταξύ η κυβέρνηση θυμήθηκε τις τεχνοφοβικές και αντιφιλελεύθερες καταβολές της και στράφηκε προσωρινά εναντίον του taxibeat. Η νεροποντή στοίχισε ανθρώπινες ζωές στη Μάνδρα Αττικής –τις θρηνήσαμε για δύο εικοσιτετράωρα κι ευθύς αμέσως το ενδιαφέρον μας απορρόφησε η εκλογή ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Ζύγωναν πλέον οι χρονιάρες μέρες, ο κύριος Τσίπρας μοίρασε επίδομα στους οικονομικά πιο αδύναμους, ξεκίνησαν και οι κληρώσεις για τους χρήστες καρτών, η αντιπολίτευση κατήγγελλε τη στοχευμένη γενναιοδωρία ενώ τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ μετέδιδαν στιγμιότυπα από τους κατάμεστους εμπορικούς δρόμους. Ο θάνατος του Τζίμη Πανούση έδωσε αφορμή στους μεσήλικους να θρηνήσουν τη νιότη τους, όπως είχε συμβεί ένα χρόνο νωρίτερα με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, διεθνώς δε με την εκδημία του Λέοναρντ Κοέν. Με το νέο έτος, το «Μακεδονικό» επέστρεψε αιφνιδίως στην κορυφή της ειδησεογραφίας και το εθνικό φρόνημα βάρεσε κόκκινο. Θαυμάσαμε ξανά τους ιεράρχες μας να αποθεώνουν τον πανηδονιστή ειδωλολάτρη Μεγαλέξαντρο ενώ οι θερμοκέφαλοι των συλλαλητηρίων μάς ενημέρωναν πως η Ελλάδα δεν πωλείται διότι την έχει αγοράσει ο Χριστός. Την επομένη κιόλας έσκασε –από καθαρή σύμπτωση –το σκάνδαλο Novartis, το οποίο θα μονοπωλούσε ακόμα τις συζητήσεις, εάν δεν ακολουθούσε η κρίση στο Αιγαίο…

Ποιο από τα παραπάνω θέματα είναι κρίσιμο και ποιο για γέλια; Ποιο έχει σκηνοθετηθεί ως αντιπερισπασμός; Ποιο έχει λυθεί ήδη κεκλεισμένων των θυρών, παρουσιάζεται όμως σαν ανοιχτό για επικοινωνιακούς λόγους;

Ο έλλην πολίτης καλείται να χωρίζει διαρκώς την ήρα από το στάρι, παραζαλισμένος, καταιγιζόμενος αλύπητα από καινούργιες ειδήσεις, σε ανοιχτή γραμμή με τις εξελίξεις τής τελευταίας στιγμής, μην τυχόν και χάσει το χιλιοστό πατριωτικό ξέσπασμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ή την αποκήρυξη του Αγίου Βαλεντίνου από τον λαϊκό αοιδό Βασίλη Τερλέγκα.

Η αλήθεια είναι πως η κοινή γνώμη λαμβάνεται σοβαρότατα υπ’ όψιν. Εάν ένα θέμα δεν φέρνει τηλεθέαση ή «χτυπήματα» στο Διαδίκτυο –οι κυπριακές, λόγου χάριν, εκλογές –υποβιβάζεται παρευθύς στα ψιλά. Εάν ένα πρόσωπο έχει καεί από την υπερέκθεση –ποιος νοιάζεται πλέον εάν ο Λάκης Λαζόπουλος μένει σε σαράντα ή σε τετρακόσια τετραγωνικά; –το αποσύρουν προσωρινά ή διά παντός. Γνωρίζουν επίσης οι μάγοι, οι μάγειρες έστω, της επικαιρότητας πως οι καβγάδες πουλάνε περισσότερο από τις συμφιλιώσεις (εκτός και αν οι τελευταίες είναι εξόχως δακρύβρεχτες) και η χλεύη από τον έπαινο. Οι λοιδορίες για τον «Καζαντζάκη» του Σμαραγδή έγιναν ανάρπαστες. Οι ύμνοι για το «1968» του Μπουλμέτη μόλις που ακούστηκαν έξω από τους κύκλους των σινεφίλ και των Αεκτζήδων.

Πριν από λίγα χρόνια, το παρόν κείμενο θα έκλεινε ακριβώς εδώ, έχοντας καυτηριάσει τα αγοραία ΜΜΕ, τα οποία ποδηγετούν και ποδηγετούνται συνάμα από πολιτικά και άλλα συμφέροντα.

Σήμερα ωστόσο, στην εποχή της διάδρασης, καθένας μας είναι εν δυνάμει διαμορφωτής τού συλλογικού φρονήματος και αισθήματος. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –το facebook και το twitter και το instagram –επιδρούν περισσότερο από τα «συστημικά» έντυπα και κανάλια. Φωνή λαού διέδωσε τα χολερικά μηνύματα, τα εξωφρενικά ενίοτε ψεύδη του Ντόναλντ Τραμπ, συνέβαλε αποφασιστικά στο να στρογγυλοκάτσει στον Λευκό Οίκο και ας τερμάτισε δεύτερος σε ψήφους.

Στο «Καφενείον η Ελλάς», στο «Καφενείον ο πλανήτης Γη», κοινό και σαλτιμπάγκοι ταυτοχρόνως είμαστε όλοι εμείς.