Το γνώριζα αυτό το βλέμμα. Το είχα δει πολλές φορές στο παρελθόν. Το επίμονο, αδιάκριτο βλέμμα που δεν παύει να σε ακολουθεί, όπου και αν στρέψεις εσύ το δικό σου για να το αποφύγεις, σε όσα ταβάνια και σε όσα πλακάκια. Το βλέμμα που σημαίνει: «Αυτόν εγώ κάπου τον ξέρω». Γνώριζα και τι θα επακολουθήσει. Σχεδόν πάντοτε επακολουθούσε. Το ανοίκειο ταπ-ταπ στην πλάτη. Ο πρόστυχος ενικός.

«Εσύ δεν είσαι που βγαίνεις στην τηλεόραση;».

Δεν είχε νόημα να το αρνηθώ. Εγώ ήμουν που έβγαινα στην τηλεόραση. Κάθε τρεις και λίγο βάραγα απρόσκλητος τα κουδούνια σε κάποιο κανάλι. Μου άνοιγαν την πόρτα, με πάστωναν με πούδρα και με σούταραν στο γυαλί. Ετσι έβγαζα το ψωμί μου. Οποιαδήποτε διάψευση εκ μέρους μου θα επιβάρυνε απλώς τη θέση μου. Ενευσα καταφατικά. Ο άγνωστος χαμογέλασε ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Αρκετά με τα διαπιστευτήρια. Μπορούσε να προχωρήσει πλέον στην ουσία.

«Είναι ένοχοι;».

Δεν το έπιασα με την πρώτη.

«Μην κάνεις το κορόιδο», με κατσάδιασε. «Αυτοί με τη Novartis. Είναι ένοχοι;».

«Δεν ξέρω», ψέλλισα.

Λάθος απάντηση. Φως φανάρι. Το βλέμμα του δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του. Δύο τινά μπορούσαν να συμβαίνουν με την αφεντιά μου. Είτε δεν τον εμπιστευόμουν για να του εκμυστηρευτώ τα στοιχεία μου, καχυποψία ανεπίτρεπτη μετά από γνωριμία δέκα δευτερολέπτων, είτε ήμουν κι εγώ συνένοχος. Μάλλον έκλινε προς τη δεύτερη εκδοχή. Ισως θυμήθηκε πως ήμουν κι εγώ βουλευτής στο πρόσφατο παρελθόν. Εκοβα καθημερινά βόλτες στο ίδιο μπουρδέλο –όποτε, εξυπακούεται, δεν βάραγα κουδούνια στα βοθροκάναλα.

«Είναι ένοχοι», επανέλαβε χωρίς ερωτηματικό. «Θα τους πάρει ο διάολος τη μάνα και τον πατέρα. Τα τομάρια. Θέλουν και να κυβερνήσουν πάλι».

Προς μεγάλη μου ανακούφιση δεν έδωσε συνέχεια στην όμορφη κουβέντα μας. Απομακρύνθηκε εκνευρισμένος. Εριξα μια φιλύποπτη ματιά τριγύρω, σαν εκείνους τους ψυχωτικούς που μονίμως τους καταδιώκουν, σκάναρα τον χώρο για να σιγουρευτώ ότι δεν θα μου φορτωθεί κανένας στο καπάκι, δεν έχουν κάπου εδώ γύρω φωλιά, κι έπειτα αφέθηκα στους ανερμάτιστους συνειρμούς μου.

Ο νους μου έτρεξε στη Ρεγγίνα, τη θετή μου μητέρα, νεκρή από τον Ιούλιο του 1989. «Το βρώμικο 1989, για φαντάσου», σχολίασα στο άσχετο. Υπέφερε από ρευματισμούς η καημένη και αυτός ήταν ο λόγος που κάθε καλοκαίρι, όταν ήμουν μικρός, πηγαίναμε στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού. Μολονότι δεν τόλμησε ή δεν κατάφερε να πάει ποτέ η ίδια, μου μιλούσε επίσης εγκωμιαστικά για τα περίφημα λασπόλουτρα σε μια περιοχή κοντά στην Καβάλα (στις Κρηνίδες, έμαθα κατόπιν). Στον μπόμπιρα που ήμουν τότε φαινόταν αποκρουστική η ιδέα να καλύπτεις όλο το σώμα σου με λάσπη, αλλά η μάνα μου επέμενε για την ευεργετική της επίδραση σε μια σειρά από δερματολογικές, μυοσκελετικές, γυναικολογικές ή καρδιαγγειακές παθήσεις, όλες αφόρητα εξωτικές στα παιδικά μου μάτια. «Ο ιαματικός πηλός ξεραίνεται πάνω στο δέρμα και στα μαλλιά σου». –«Μπλιαχ!», έκανα εγώ. –«Δεν μένεις έτσι για πάντα, βρε χαζό», χαμογελούσε καλοκάγαθα η Ρεγγίνα. «Μονάχα λίγη ώρα. Μετά ξεπλένεσαι με ιαματικό νερό».

Και αν έμενες έτσι για πάντα; Εάν το ιαματικό νερό ήταν ένας θρύλος –όπως, πολλά χρόνια αργότερα, πίστευε η μικρή μου κόρη για τα μικρόβια, ένα παραμύθι που λέμε στα πιτσιρίκια ώστε να πλένουν τα δόντια τους; Δεν ξέρω κατά πόσον οι αφηγήσεις της Ρεγγίνας μού εμφύσησαν αυτόν τον τρόμο, αλλά ως ενήλικος πλέον διαπίστωσα ότι στην πολιτική είναι ένα ενδεχόμενο, όχι μόνο πιθανό, μα και εξαιρετικά συνηθισμένο. Να ξεραίνεται η λάσπη πάνω σου. Να μένει εκεί. Εις τον αιώνα τον άπαντα.