Είμαι 100% άνθρωπος της πόλης. Πάντα έλεγα χαριτολογώντας ότι, αν μείνω για μεγάλο διάστημα στην εξοχή, επιστρέφοντας θα κολλήσω τη μούρη μου σε μια εξάτμιση. Για να εισπνεύσω, συμβολικά, τον «αέρα μου» που, μπορεί να μην είναι καθαρός, αλλά από παιδί είχα μάθει να αποκωδικοποιώ και να αναγνωρίζω τις παραλλαγές του. Διέκρινα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα (αναφέρομαι σε περασμένες δεκαετίες), το πώς «μύριζε», για παράδειγμα, η εμπορική Ερμού και πώς η «χονδρικής» οδός Αθηνάς. Φαντασιοπληξίες βέβαια όλα αυτά. Απλώς, τα μέρη που αγαπούσα προσπαθούσα να τα περικυκλώσω με όλες τις αισθήσεις μου επιστρατεύοντας διάφορες συνεκδοχές όπως, για παράδειγμα, τη μυρωδιά από το παγωτό μουστάρδα της «Τούλας» που, για μένα, θα είναι πάντα η αρωματική αποτύπωση του Παγκρατίου.

Μεγαλώνοντας σε αυτήν την πόλη, έμαθα, από το πώς άλλαζαν οι μυρωδιές της, να καταγράφω τις αλλαγές στην όψη, τους ρυθμούς και τη σύνθεση των κατοίκων της. Οταν, για παράδειγμα, τα δύο αντικρινά μαγαζιά στην εκβολή της οδού Σκουφά προς την Πλατεία Κολωνακίου –ένα χασάπικο και ένα ψαράδικο –έγιναν εμπορικά μεταβάλλοντας τον οσφρητικό μου χάρτη, κατάλαβα ασυνείδητα ότι αυτή η γειτονιά περνούσε σε άλλη εποχή.

Με μια μυρωδιά είχα συνδέσει και την οδό Τσακάλωφ. Αυτήν από τους λουκουμάδες του «Μπόκολα» που ήταν στο έμπα του στενού και ήσυχου, τότε, δρόμου (εκεί που είναι σήμερα το «Da Capo») και έσβηνε μέχρι να μπω, λίγα μέτρα παραπάνω, στο φροντιστήριο του sir John Millington Ward. Τελειώνοντας το μάθημα Αγγλικών, πήγαινα πάντα μέχρι τη γωνία με την Ηρακλείτου έτσι όπως με τραβούσε από τη μύτη η μυρωδιά από το τυροπιτάδικο του «Μήτσου». Δίπλα στο φροντιστήριο υπήρχε μια πολύ προχωρημένη για την εποχή μπουτίκ με μία μεγάλη διακοσμητική καινοτομία –μαύρο πλαστικό με λευκά αποτυπώματα παπουτσιών στρωμένο στο πεζοδρόμιο που της αναλογούσε. Και παραδίπλα η «Galia» απ’ όπου αγοράζαμε στέκες για τα μαλλιά. Από κει και πέρα, μόνο σπίτια. Μονοκατοικίες τα περισσότερα.

Αυτή ήταν όλη κι όλη η οδός Τσακάλωφ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μετά, άρχισε να αλλάζει μαζί με τα αστικά, κοινωνικά και καταναλωτικά ήθη. Οι μονοκατοικίες έγιναν πολυκατοικίες που απελευθέρωναν χώρους για καταστήματα με πολύ υψηλά (λόγω περιοχής) ενοίκια. Ακριβά μαγαζιά (όπως το περίφημο «Ricci») ρούχων και παπουτσιών, μεταμοντέρνα κλαμπ (που δεν φτούρησαν) και ένα γκέι μπαρ στο τέλος της κοντά στον Αγιο Διονύσιο. Ο δρόμος όμως διατηρούσε τη «μυρωδιά» του. Μέχρι που πεζοδρομήθηκε το πρώτο τμήμα του. Τα υπόλοιπα γνωστά. Μια άναρχη «πλατεία» που για να περάσεις πρέπει να κάνεις πιρουέτες. Πλαστικές τέντες και σόμπες – μανιτάρια για να κάνουν το «έξω» να μοιάζει με «μέσα», καταργώντας τον δρόμο. Αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που δεν αφήνουν τους επιχειρηματίες να κρατήσουν ενιαία αισθητική γραμμή. Μουσικές που εναλλάσσονται ανά λίγα μέτρα, λαϊκοπόπ, ιταλικά και house, μια οχλαγωγία που μοιάζει με το βογγητό μιας πόλης. Και από μυρωδιά; Ανακατεμένα αληθινά και fake αρώματα μαζί με χαλούμι στα κάρβουνα και άπερολ σπριτζ. Δηλαδή, καμία μυρωδιά.

Είναι απολύτως σωστή, αναγκαία και υπεύθυνη η ενέργεια του Γιώργου Καμίνη να «καθαρίσει» την Τσακάλωφ. Και τολμηρή, αφού όλοι ξέρουμε πώς λειτουργούν κάποιοι χώροι στην Ελλάδα. Και ως προ το επιχείρημα «έτσι κρατιέται ζωντανή η οικονομία», η Τσακάλωφ δεν ήταν ένας «πεθαμένος» δρόμος που έπρεπε να ζωντανέψει. Ηταν ένας ζωντανός δρόμος που αργοπεθαίνει καπνίζοντας φτηνά πούρα.