Είμαστε πλέον στις αρχές του 2018 και, ύστερα από σχεδόν εννέα χρόνια εφαρμογής τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αναζητά αναπτυξιακή διέξοδο. Τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα, η υπερσυσσώρευση δημόσιου χρέους, το έλλειμμα εγχώριας ζήτησης και η απομόχλευση όλων των τομέων της οικονομίας δημιουργούν συνθήκες εγκλωβισμού της σε μια κατάσταση παρατεταμένης στασιμότητας και χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης, εκτός αν υπάρξει ένα ισχυρό, ωστόσο εξαιρετικά αβέβαιο, επεκτατικό σοκ ξένων παραγωγικών επενδύσεων.

Από την αρχή αυτής της κρίσης, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την αχίλλειο πτέρνα της, την πολιτική και την οικονομική κουλτούρα της. Ουσιαστικός δημόσιος διάλογος δεν έγινε για το πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση και για το πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από την κρίση. Και δεν θα γίνει. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Κυριαρχούν τόσες αυταπάτες και ιδεοληψίες που δεν επιτρέπουν καμία γόνιμη αντιπαράθεση ιδεών και πολιτικών. Η συζήτηση για τα Μνημόνια έγινε με όρους μικροκομματικούς και αφορούσε την κομματική κατανομή του κόστους της εφαρμογής τους. Την ίδια στιγμή η ελληνική κοινωνία στο περιθώριο πληρώνει τις συνέπειες και συσσωρεύει απογοήτευση και οργή.

Τα Μνημόνια ήταν και παραμένουν ακατάλληλα για να δημιουργήσουν βιώσιμους μετασχηματισμούς στα βασικά υποσυστήματα της οικονομίας. Επιχείρησαν μια ταχεία και βραχυπρόθεσμη προσαρμογή με εμπροσθοβαρή απορρόφηση του κόστους αυτής της προσαρμογής από την Ελλάδα για να αποφευχθεί η ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους. Προκάλεσαν την κατάρρευση του παραγωγικού και του κοινωνικού ιστού, πρωτόγνωρη αποεπένδυση, τεράστια αύξηση της ανεργίας και δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ. Παράλληλα αποσταθεροποίησαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς επιχειρήσεις και νοικοκυριά βρέθηκαν χωρίς ροές ρευστότητας και συνεπώς σε αδυναμία αποπληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων. Τα Μνημόνια απέτυχαν γιατί δεν έλαβαν υπόψη τους την ίδια την ελληνική οικονομία.

Η μόχλευση της οικονομίας όλα τα προηγούμενα χρόνια και του πολιτικού συστήματος με αναπτυξιακές ψευδαισθήσεις δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί παρά μόνο με μεγαλύτερη συσσώρευση χρέους και λαϊκισμό τόσο στη διαχείριση της οικονομίας όσο και στην κριτική της. Τα Μνημόνια αποδόμησαν τις αυταπάτες του δήθεν αριστερού αντιμνημονιακού λαϊκισμού και ενίσχυσαν τη δεξιά ιδεοληπτική ρητορική. Καθώς οι ιδέες και οι πολιτικές των Μνημονίων έχουν αναδειχτεί σε μονόδρομο διαχείρισης της οικονομίας, η δημόσια συζήτηση με μεγάλη ευκολία υιοθετεί ως αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές παρεμβάσεις με αμφίβολη αναπτυξιακή και σταθεροποιητική επίδραση στο δημοσιονομικό, μακροοικονομικό, παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα. Οι δεξιές ιδεοληψίες αφαιρούν πραγματισμό από την εκτίμηση των συνεπειών της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και των προοπτικών που διαμορφώνονται για τη χώρα μας. Πώς όμως θα βγούμε από αυτή την κατάσταση όταν ακόμη και ο πραγματισμός ως έννοια ταυτίζεται με την υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεοληπτικής ρητορικής; Δηλαδή μιας ρητορικής που δεν αξιολογείται βάσει της πραγματικότητας που ζούμε, αλλά από την δέσμευσή της στην ασκούμενη οικονομική πολιτική. Η χώρα μας χρειάζεται ανασυγκρότηση, όχι όμως μόνο παραγωγική, αλλά πρωτίστως πολιτική και πολιτισμική. Το εγχείρημα είναι μεγάλο και σύνθετο και ο χρόνος περιορισμένος.

Ο Γιώργος Αργείτης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα ΕΚΠΑ και επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ-ΓΣΕΕ