Το σκάνδαλο της Novartis είναι αδιαμφισβήτητο. Αλλά είναι εξίσου αδιαμφισβήτητο πλέον ότι επιστρατεύτηκε από την κυβέρνηση ως σχέδιο πολιτικής εξόντωσης. Οτι ο σκοπός δεν ήταν να αποδοθούν ευθύνες σε εκείνους που βοήθησαν με το αζημίωτο την πολυεθνική εταιρεία να αποκτήσει κυρίαρχη θέση στην αγορά και που, όπως και σε άλλες χώρες, ήταν γιατροί και κρατικοί αξιωματούχοι σε θέσεις – κλειδιά, αλλά να στηθούν στον τοίχο οι πολιτικοί αντίπαλοι. Ως ένοχοι; Ως βολικοί αιώνιοι ύποπτοι.

Το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης χρησιμοποίησε το υπαρκτό αυτό σκάνδαλο όπως δεν το είχε χρησιμοποιήσει κανένας και πουθενά στον υπόλοιπο κόσμο: σαν φονικό όπλο. Μόνο που το φονικό όπλο αποδεικνύεται μια βόμβα στα θεμέλια του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Ετσι, το σχέδιο της πολιτικής και ηθικής εξόντωσης πρώην πρωθυπουργών και κορυφαίων υπουργών εξελίσσεται σε μια υπόθεση από την οποία, αργά ή γρήγορα, το Μαξίμου θα αναγκαστεί να λάβει αποστάσεις.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τον λόγο. Πού αλλού στον υπόλοιπο κόσμο η εκτελεστική εξουσία θα έφτανε στο σημείο να υποκαταστήσει τη δικαστική υιοθετώντας αμφιβόλου αξιοπιστίας μαρτυρίες; Πού αλλού υπουργοί θα έσπευδαν να κάνουν αξιολογικές κρίσεις με βάση καταθέσεις, οι οποίες βρίθουν κενών;

Η κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει πολιτική διάσταση στο σκάνδαλο. Οπως φαίνεται από τα έως τώρα υπάρχοντα στοιχεία, η δημόσια ζωή τραυματίστηκε αυτή τη φορά από μια πολιτική φούσκα. Μένει να φανεί πόσο γρήγορα θα σκάσει. Αλλά και πόσο βαθύ θα είναι το τραύμα που θα αφήσει στη δημόσια ζωή.