Ούτε καν αυτοί δεν μπόρεσαν να ενσαρκώσουν τον επαναστατημένο άνθρωπο που ονειρεύονταν. Από τους πρωταγωνιστές των μολυβένιων χρόνων στην Ιταλία, πολλοί αποκήρυξαν το ένοπλο παρελθόν τους, άλλοι πνίγηκαν στις τύψεις για τις ζωές που χάθηκαν, διάβασαν, στοχάστηκαν, έγραψαν, και κάποιοι, ελάχιστοι, παρέμειναν αμετανόητοι, αρνούμενοι σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους ακόμη και την παραμικρή ευεργετική διάταξη του νόμου. Παραμένουν κλεισμένοι στα κελιά τους, ηττημένοι αλλά πάντα εχθρικοί απέναντι στο αστικό κράτος, απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνθηκολόγηση ακόμη και με την πιο ανθρωπιστική εκδοχή του.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Στο βήμα που του δόθηκε κατά καιρούς επανέλαβε απλώς τον εαυτό του –όταν δεν υποδύθηκε τον πολιτικό αναλυτή. Δεν αναμετρήθηκε ποτέ με το παρελθόν του, κανένας εσωτερικός στοχασμός, καμία ύστερη γνώση δεν βγήκε από τα χείλη του, κανένας ψίθυρος, κανένα ψέλλισμα. Παρέμεινε αμετανόητος, ένας αμετανόητος εκτελεστής που δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να πείσει έστω πως οι δολοφονίες του υπηρετούσαν έναν ανώτερο σκοπό, μια ευγενή ιδέα.

Αλλά αντίθετα από τους σκληρούς των μολυβένιων χρόνων εκείνος δεν παραμένει στο κελί του. Στέρησε τις ζωές των άλλων, αλλά χρησιμοποιεί το κράτος δικαίου που μισεί για να κάνει τη δική του ζωή καλύτερη. Είναι κάτι που εξηγεί γιατί βγαίνει από τη φυλακή πανηγυρίζοντας, γιατί εκλαμβάνει την έξοδό του ως νίκη όχι μόνο έναντι του κράτους αλλά και των θυμάτων του. Αν οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, ονειρεύτηκαν κάποτε να ενσαρκώσουν τον επαναστατημένο άνθρωπο, ο Κουφοντίνας δεν ονειρεύτηκε τίποτα. Κι έμεινε πάντα αυτό που ήταν: ένας δολοφόνος.