Είναι η γειτονιά μου, Συριανή γαρ. Μικρά, άνυδρα νησιά, η Μύκονος, η Δήλος, η Σύρος, μαζί με την ακόμη πιο μικρή και ακόμη πιο άνυδρη Γυάρο. Ετσι όπως τα βλέπεις στον χάρτη, αν τα ενώσεις με μια νοητή γραμμή, είναι σαν να σχηματίζουν μια βάση που προφυλάσσει τις «μεγαλοκυράδες» Τήνο και Ανδρο. Και μετά είναι όλες αυτές οι φωτογραφίες που θυμάμαι στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Οι δυο τους στη δεκαετία του 1920, αλλά και αργότερα, του 1930, θολές φιγούρες αποτυπωμένες από τις φωτογραφικές μηχανές της εποχής, να ποζάρουν μπροστά στα αρχαία της Δήλου. Κάθε φωτογραφία είχε και τη «δίδυμή» της. Με τα ίδια ρούχα σε κάποιο καφενείο της Μυκόνου. «Α, το κάναμε το ταξιδάκι μας κάθε χρόνο. Δυο – τρεις μέρες στη Μύκονο και πεταγόμαστε και απέναντι να προσκυνήσουμε». Να προσκυνήσουμε; «Γιαγιά, δεν έχει εκκλησίες στη Δήλο» της έλεγα για να την κοροϊδέψω. «Αφού έχει ναούς, το ίδιο είναι» μου απαντούσε η απλοϊκή νησιώτισσα που στο μυαλό και την ψυχή της η θρησκευτικότητα είχε μια συνέχεια που ακουμπούσε περισσότερο στην εντοπιότητα και σχεδόν καθόλου στα δόγματα.

Η Δήλος ήταν που αναβάθμισε τις Κυκλάδες σε διεθνή τουριστικό προορισμό. Οι, γάλλοι κυρίως, αρχαιολόγοι που ενεπλάκησαν στις ανασκαφές από τα τέλη του 19ου αιώνα, γνώρισαν τις ομορφιές της Μυκόνου και άρχισαν να μιλούν γι’ αυτές στους συμπατριώτες τους. Και η επαφή με τους «ξένους» καλλιέργησε τον κοσμοπολιτισμό και την εξωστρέφεια των Μυκονιατών που τους βοήθησε να αναπτύξουν τουριστικά το νησί τους. Στον μόλο της Δήλου άπλωναν, πριν από εκατό χρόνια, οι Μυκονιάτισσες τα υφαντά τους για να τα πουλήσουν στα μέλη των αρχαιολογικών αποστολών και, έτσι, έγιναν γνωστά σε όλον τον κόσμο. Αυτό σημαίνει, στην ουσία, αρχαία κληρονομιά. Μια αναγωγή του παρελθόντος στο παρόν που μετατρέπει τα «ερείπια» σε «ζωντανά κύτταρα».