Είναι φανερό πια ότι και οι δύο πλευρές –τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση –διέβλεψαν στην ανακίνηση του Μακεδονικού μια χρυσή ευκαιρία. Η Νέα Δημοκρατία πίστεψε προς στιγμήν ότι είχε εντοπίσει τη μοιραία ρωγμή στο αρραγές οικοδόμημα του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Εξυπακούεται ότι υποτίμησε πως το οικοδόμημα είχε κατασκευαστεί ευθύς εξαρχής με προδιαγραφές αντοχής σε σεισμικές δονήσεις πολύ πιο ισχυρές από τη χρόνια εκκρεμότητα στην ονοματοδοσία του γειτονικού κράτους. Είχε ανεγερθεί πάνω στα μπετά του καιροσκοπισμού, με αυτοσκοπό την πάση θυσία διατήρηση της καρέκλας –εάν κάποιες ιδεολογικές αρχές στέκονταν εμπόδιο στη διατήρηση της καρέκλας, τόσο το χειρότερο για τις ιδεολογικές αρχές. Το αριστερο-ακροδεξιό ντουέτο που μας κυβερνάει, από την άλλη, πόνταρε όλα του τα λεφτά στη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας. Μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» θα ξεφύτρωνε εν είδει Εύας από το δεξί πλευρό του Αδάμ, θα πλαγιοκοπούσε τη Νέα Δημοκρατία και θα απομάκρυνε κάθε ελπίδα της για ανάληψη της εξουσίας στο ορατό μέλλον. Ως συνήθως τα πράγματα ακολούθησαν μια τρίτη κατεύθυνση.

Η συνεργασία των Αμερικανών με τους μουτζαχεντίν για την κατατρόπωση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και ο πακτωλός δολαρίων σ’ εκείνον τον ψηλόλιγνο συμπαθητικό Σαουδάραβα –λέγε με Οσάμα –δεν είναι σίγουρα το μοναδικό, αλλά είναι ίσως το πιο κραυγαλέο ιστορικό παράδειγμα γύρω από το πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα, έτσι κι ενστερνιστείς αστόχαστα κι επιπόλαια το διαχρονικό δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην πιστέψουμε ότι τα τζιμάνια του Μαξίμου, που έχουν χρίσει σύμβουλο στρατηγικής έναν διανοητή του μεγέθους του Καρανίκα, δεν σκέφτηκαν ελαφρά τη καρδία να ανακατέψουν λιγουλάκι την τράπουλα του Εθνολαϊκισμού, αφ’ ης στιγμής –θεωρητικά τουλάχιστον –το δικό τους εκλογικό ακροατήριο δεν εφάπτεται με το αντίστοιχο ακροδεξιό. Λησμόνησαν προφανώς, αυτές οι αριστερές αυθεντίες, πως ο δικός τους γάμος με τους Ψεκασμένους προ τριετίας απενοχοποίησε στα μάτια των ψηφοφόρων τους τον Εθνολαϊκισμό και τους εξοικείωσε με τη ρητορική του. Προ ημερών η «Αυγή» στηλίτευσε πρωτοσέλιδα τη Νέα Δημοκρατία επειδή «προσκυνά» τον Εθνολαϊκισμό. Πολλοί διέκριναν ότι η Αριστερά ανένηψε κι επιστρέφει ολοταχώς στην αγνή ιδεολογία της. Προσωπικά, να σας πω την αμαρτία μου, δεν διέκρινα καμία μετάνοια. Μονάχα το παράπονο της κερατωμένης για τον μοιχό σύζυγό της. Αφότου η Αριστερά παντρεύτηκε τον Εθνολαϊκισμό, δεν επιτρέπεται ο τελευταίος να τσιλημπουρδίζει με τις παλιές του αγάπες.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, η αφύπνιση του Εθνολαϊκισμού οδήγησε τη χώρα ακόμη πιο πίσω και από εκεί που ονειρευόταν ο μακαριστός Χριστόδουλος όταν, ως μητροπολίτης Δημητριάδος, προέτρεπε από τα ερτζιανά κύματα το χριστεπώνυμο πλήρωμα για «Οπισθεν ολοταχώς». Ο μαξιμαλισμός και η παράνοια επιβλήθηκαν στην ημερήσια διάταξη κάθε συζήτησης. Επιστρέψαμε στον πιο ακραίο και ηλίθιο εθνικό απομονωτισμό. Σαν κακιωμένο νήπιο, ο απομονωτιστής στυλώνει τα ποδάρια του, διαγράφει διακρατικές διαπραγματεύσεις ή διακρατικά δεδικασμένα δεκαετιών κι επαναλαμβάνει με κατατονικό πείσμα: «Οχι, όχι, όχι…». Οτιδήποτε λιγότερο του Οχι είναι ενδοτισμός, μειοδοσία, προδοσία. «Μια σφαίρα για τον εχθρό, δύο για τους προδότες», ανακράζουν οι πιο σαλταρισμένοι και ο εισαγγελέας, αντί να τους πιάσει από το αφτί και να τους πάει στη μαμά τους, προτιμάει να κωφεύει, όπως κωφεύει και σχεδόν σύσσωμη η πολιτική ηγεσία πλην ολίγων λαμπρών εξαιρέσεων. Μην ενοχλείτε τον σκύλο. Ο σκύλος δαγκώνει.

Σε ένα τόσο νοσηρό πολιτικό περιβάλλον, όπου ανεβαίνει πρώτη στον βωμό για σφάξιμο η κοινή λογική, μήπως είναι η πιο ακατάλληλη ώρα –ή μήπως, απεναντίας, η πιο κατάλληλη; –για να κάνουμε την κουβέντα που δεν κάναμε, που δεν θέλουμε να κάνουμε, που αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι; Αφορμή μάς δίνει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Ποικίλη Στοά μόλις πριν από δύο μήνες: Η χώρα που πληγώναμε του Θεόδωρου Παπαθεοδώρου, νυν βουλευτή Αχαΐας και πρώην υφυπουργού Παιδείας. Ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου δεν τρέφει αυταπάτες. Γνωρίζει ότι αυτή η κουβέντα θα είναι δύσκολη και χωρίς την τοξικότητα του Μακεδονικού, αν όχι αδύνατη, για όσο χρονικό διάστημα οι ενδιαφερόμενοι να συζητήσουν θα προσεγγίζουν τη συζήτηση προς ίδιον όφελος: είτε για να αποσείσουν τις προσωπικές ευθύνες –όσοι έχουν –συρρικνώνοντάς τες κι εντέλει εξαφανίζοντάς τες μέσα στη χοάνη της εθνικής συλλογικής ευθύνης, είτε για να αποδεχτούν εκ προοιμίου την άρνηση κάθε εθνικής συλλογικής ευθύνης και την εναπόθεση όλων των δεινών στους ώμους των ξένων. Βλέπετε, για να φθάσουμε ώς εδώ που φθάσαμε κάποιοι ευθύνονται και το χειρότερο σημείο αφετηρίας για την κουβέντα είναι η εθελότυφλη δήλωση: «Πάντως όχι εμείς».

Φταίμε όμως εμείς; Από τον καιρό ακόμη που ο Θεόδωρος Πάγκαλος διακήρυσσε με θράσος και γενναιότητα πως «Ολοι μαζί τα φάγαμε», καταλάβαινα τη βουβή –κι ενίοτε όχι και τόσο βουβή –οργή εκείνου που δεν έβαλε ποτέ το χέρι στο μέλι, ούτε τις ημέρες των παχιών αγελάδων, που ποτέ και κανένας δεν τον κάλεσε στο πάρτι, αλλά μια ωραία πρωία κλήθηκε να πληρώσει τη λυπητερή. Πίσω από τους αμέτρητους συμπολίτες μας που δεν έφαγαν ποτέ και τίποτε ταμπουρώθηκαν οι εκατοντάδες χιλιάδες που έφαγαν το κατιτίς τους –σίγουρα πιο πολλά από όσα τους αναλογούσαν -, καθώς και οι δεκάδες χιλιάδες που χλαπάκιασαν μέχρι σκασμού, ώστε όλοι παρέα, αθώοι και ένοχοι, θύματα και θύτες («ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά», όπως τραγουδούσε κάποτε ο ενορατικός Σαββόπουλος) να ταμπουρωθούν στον εξόφθαλμο ανορθολογισμό –κανένας δεν έφταιγε, όλα ήταν μια σκευωρία των ξένων –που θα ταΐσει το τέρας του Εθνολαϊκισμού για μερικές δεκαετίες τουλάχιστον.

Ο Παπαθεοδώρου αναλαμβάνει μια δύσκολη αποστολή –και είναι ευτύχημα ότι ο κλήρος πέφτει σε έναν καταξιωμένο πανεπιστημιακό καθηγητή του Δικαίου, αφιερωμένον διά βίου στη μελέτη για τον ορισμό και την απόδοση της δικαιοσύνης. Ο Παπαθεοδώρου καλείται να εξηγήσει προφανή οξύμωρα όπως η χαμηλή αποδοτικότητα ενός σκληρά εργαζόμενου λαού. Πόσο στρεβλό ήταν το μοντέλο ανάπτυξης; Πόσο συνέβαλε το πελατειακό κράτος; Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν οι συγκεκριμένες ευθύνες των πολιτικών; Εντούτοις, όσο διαφωτιστικές και αν είναι οι δικές του απαντήσεις, δεν μπορεί να μας εξαναγκάσει και να τις ακούσουμε. Προχτές μια ακροδεξιά εφημερίδα αποκάλυψε ότι η Μπάμπα Βάνγκα, μια τυφλή βουλγάρα μάγισσα, νεκρή από το 1996, προφήτεψε ότι στη Μακεδονία θα βρεθεί ένα μέταλλο που θα αλλάξει τη ζωή στον πλανήτη –εξού και η σκορδοκαΐλα των Σκοπιανών για το όνομα. Μπορεί λοιπόν ο Παπαθεοδώρου να κάνει λάθος. Μπορεί να μην υπάρχει σωτηρία.