Στα πρώτα χρόνια της κρίσης ήταν μία από τις πιο σοκαριστικές, όπως νομίζαμε τότε, εικόνες. Τα κλειστά, ανοίκιαστα μαγαζιά σε εμπορικούς δρόμους, εκεί όπου άλλοτε έδινες όσα όσα για να νοικιάσεις λίγα τετραγωνικά (θυμάμαι τον ηλικιωμένο πατέρα μιας φίλης μου που όταν, γύρω στο 2000, του πρότειναν ένα ποσόν για ενοίκιο μιας «τρύπας» που είχε στο εμπορικό κέντρο, νόμιζε ότι ήθελαν να το αγοράσουν). Σιγά σιγά όμως τα συνηθίσαμε. Κι έμεινε μόνο ένα πετάρισμα χαράς όταν βλέπαμε να ανοίγει ένα κλειστό μαγαζί –για να κλείσει, το πιθανότερο, έπειτα από λίγους μήνες. Μετά, άρχισαν να συσσωρεύονται τα χρόνια. Μαζί με την ανέχεια. Και τους λογαριασμούς, τις επιστολές, τα διαφημιστικά φυλλάδια, τα κυπελλάκια του καφέ, τα πλαστικά μπουκάλια νερού και τα κουτάκια αναψυκτικών μπροστά στις άδειες βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων. Ισως και κάποια ξεχασμένη αφισέτα, διαφημιστική θεατρικής παράστασης, κολλημένη στο εσωτερικό της γυάλινης πόρτας, που σου θύμιζε πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που εδώ μέσα υπήρχε ζωή, άνθρωποι που έκαναν τα κουμάντα τους, ταμειακές μηχανές που «κελαηδούσαν», πωλητές και αγοραστές.

Αυτό το θέαμα που στην αρχή μάς φαινόταν θλιβερό, έχει πλέον περάσει σε ένα δεύτερο στάδιο παρακμής. Ειδικά στους δρόμους που το «μη κανονικό» είναι πλέον τα ελάχιστα εναπομένοντα ανοιχτά μαγαζιά, τα κλειστά μοιάζουν όλο και περισσότερο με οικοδομικά φαντάσματα. Οι βιτρίνες αρχίζουν να σπάνε, τα τζάμια θαμπώνουν, τα λουκέτα σκουριάζουν. Και οι πέριξ τοίχοι γίνονται παλέτες που φιλοξενούν τα συνθήματα του μηδενισμού: «Μην κάνεις καριέρα, κάνε επανάσταση», «Είσαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται», «Δημιουργώ όταν καταστρέφω», «Θάνατος στα αφεντικά», «Κλειστά εργοστάσια, ανοιχτές ζωές» και τέτοια. Αντε να στριμωχτεί και κανένα «Βασανίζομαι». Κακότεχνα γκραφίτι και σκισμένες αφίσες συλλογικοτήτων. Οι ταμπέλες έχουν φύγει προ πολλού, πλέον σβήνουν και τα σημάδια τους. Τίποτα δεν θυμίζει ότι αυτές οι μαύρες τρύπες στο αστικό τοπίο υπήρξαν κάποτε καταστήματα. Σε κάποιες περιοχές, σε κάποιες λεωφόρους, το κουφάρι είναι ολόκληρο κτίριο. Ισως χωρίς την τραγικότητα του «Αττικόν», αλλά με τη μελαγχολία ενός ονείρου σε αναμονή, μιας μετέωρης ζωής, ενός σχεδίου που έμεινε στη μέση.

Μοιάζει με μελανιά σε σώμα, με ανορθογραφία μέσα στην πόλη, ένας χώρος άδειος, εγκαταλειμμένος ή κάποιος που δεν κατοικήθηκε ποτέ. Οι οικοδομές δεν ολοκληρώνονται όταν καρφωθεί το τελευταίο καρφί, όταν σφίξει και η τελευταία βίδα, αλλά όταν μπουν μέσα άνθρωποι. Τότε μόνο τα άψυχα οικοδομικά υλικά αποκτούν ουσιαστική υπόσταση, μετουσιώνονται σε παλμογράφους ζωής. Τι είναι ένα παράθυρο; Ενα κενό στον τοίχο είναι αν κανείς ποτέ δεν έχει δει ή δεν πρόκειται να ξαναδεί τη θέα μέσα από αυτό. Μια σκάλα ορίζεται ως «σκάλα» μόνο όσο ακούγονται στα σκαλοπάτια της τα βήματα αυτών που την ανεβοκατεβαίνουν. Μια πόρτα παύει να είναι απλώς ένα άνοιγμα μόνο όταν αρχίσουν να τη διασχίζουν άνθρωποι.

Τις τελευταίες εβδομάδες, δύο στοιχεία ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα χάλια μας (όχι που δεν τα ξέραμε δηλαδή). Είμαστε η δεύτερη, μετά τη Βενεζουέλα, χώρα στον κόσμο με τη μεγαλύτερη μείωση πλούτου, σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας ερευνών New World Wealth. Και ο πιο δυστυχισμένος λαός του κόσμου, όπως προκύπτει από την έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου Gallup, με τους Βορειοκορεάτες και τους Βενεζουελάνους να ακολουθούν. Αν το πρώτο είναι η αριθμητική αποτύπωση της κρίσης, το δεύτερο είναι η σεκάνς της. Θλιμμένοι άνθρωποι που περπατούν ανάμεσα σε θλιμμένα κτίρια.