Πριν από λίγες εβδομάδες ο Γιάννης Μπουτάρης είχε δώσει συνέντευξη μέσα σε έναν οίκο ανοχής. Πριν από λίγους μήνες είχε φωτογραφηθεί με πολύχρωμο κιμονό. Πριν από δύο χρόνια είχε κάνει διαφήμιση κοσμημάτων. Και πιο πριν, μια έκθεση με την προσωπική του επιλογή κιτς αντικειμένων. Συμβάντα που, διογκούμενα μέσα από τα μεγεθυντικά και παραμορφωτικά κάτοπτρα του διαδικτύου, δίνουν σε κάποιον το δικαίωμα να προσάψει στον δήμαρχο Θεσσαλονίκης το χαρακτηριστικό της ελαφρότητας. Και, όντως, αυτό έγινε. Ιδιαίτερα μάλιστα από όσους δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μεγάλο στοίχημα των σπουδαίων λογοτεχνών. Που είναι το συναμφότερο των ηρώων τους. Το δισυπόστατο του ψυχισμού και της συμπεριφοράς τους. Ότι η μία εκδοχή του χαρακτήρα τους μπορεί να συντηρεί και να καλλιεργεί και την εκ διαμέτρου αντίθετη.

Ο Μπουτάρης θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων λογοτεχνικός ήρωας. Ακριβώς λόγω των αντιθέσεών του που δεν τον «διαιρούν» αλλά τον «πολλαπλασιάζουν». Τόσο μποέμ ώστε να υπερβαίνει τους κανόνες αλλά και τόσο αστός ώστε να μπορεί να τους αναγνωρίσει. Και συγχρόνως ιδιαίτερα γήινος, κάτι που πιθανότατα έχει κερδίσει μέσα από την ενασχόληση με τη γη λόγω της οινοποιίας. Απενοχοποιημένα χαλαρός όταν θέλει αλλά και ουσιαστικά σοβαρός όταν χρειάζεται. Οπως στην ομιλία του για την Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Που έκανε μία χώρα να παραμιλάει. Γιατί δεν μοίρασε «ποτέ πια» και αναθέματα σε φαντάσματα του παρελθόντος αλλά ανέδειξε τις ηθικές ευθύνες των συμπολιτών του. Εικονογραφώντας, με το ασημένιο τσαντάκι της Μπουένας που η ίδια είδε να κρατά μία χριστιανή φίλη της, το φύλλο από την Βίβλο με το οποίο ο μικροπωλητής τύλιξε τα στραγάλια της και το οικογενειακό χαλί που μία άλλη Εβραία πρόσεξε σε ένα γειτονικό σπίτι, την Ιστορία όπως είναι και όχι όπως μας βολεύει.