Την εποχή που η κομμουνιστική Κίνα ήταν μια ανάδελφη χώρα και όχι ο πιο ανάλγητος καπιταλιστής με κομμουνιστικό ψευδώνυμο, όπως ξετσίπωτα είναι σήμερα, η Αλβανία του Ενβέρ Χότζα κορδωνόταν δίπλα της ως ένα από τα ελάχιστα φιλαράκια της. Κατά το κλασικό πια ανέκδοτο, ο Χότζα εμψυχώνει τους ρακένδυτους συμπατριώτες του: «Εμείς οι Αλβανοί και οι Κινέζοι είμαστε ο μεγαλύτερος λαός του κόσμου. Εννιακόσια δύο εκατομμύρια». Θα ήταν για γέλια εάν δεν ήταν για κλάματα. Για μαύρο δάκρυ.

Η ρίζα της παρεξήγησης βρίσκεται στην αθεράπευτα ρομαντική όσο και ακραία ανεδαφική αντίληψη ότι οι μεγάλες δοκιμασίες -οι πόλεμοι, η ανεργία, η εξαθλίωση –φέρνουν στην επιφάνεια του ψυχισμού των λαών τα καλύτερά του στοιχεία. Είναι μια αντίληψη που –κάπως καταχρηστικά ίσως –την βάφτισα κάποτε ως «αντίληψη Φίνος Φιλμ», διότι εκείνες οι αλησμόνητες ταινίες διέδιδαν σθεναρά την ιδέα ότι κάθε αναποδιά στη ζωή αντιμετωπίζεται με καλή διάθεση και για κάθε σκληρό χτύπημα της μοίρας –ένα ναυάγιο, μια απόλυση –θα υπάρχει πάντοτε εύκαιρο κι ένα ζεϊμπέκικο ή ένα σέικ: «βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «crazy, crazy girl» κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα, την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, οι εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η εξαίρεση. Κανόνας είναι ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Η χρεοκοπημένη δημοκρατία της Βαϊμάρης εκτόξευσε έναν γραφικό αυστριακό δεκανέα από τις μπιραρίες στην καγκελαρία. Ο σαρκοβόρος εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας ανέδειξε εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου σαν τον Αρκάν και ψυχωτικούς ψυχιάτρους σαν τον Κάρατζιτς. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα.

Ευτυχώς, το μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό –όπως και αυτό οσονούπω στην Αθήνα –δεν διοργανώθηκε σε τόσο επικίνδυνους καιρούς. Εάν όμως αποσύρουμε την προσοχή μας από το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος του συλλαλητηρίου και την στρέψουμε στους διοργανωτές του, θα εντοπίσουμε εν σπέρματι την ίδια ψυχοπαθολογία. Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι τύποι, ρε φίλε; Από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί; Ομοια με τον Αλέκο Τζανετάκο (και συγγνώμη από τον αείμνηστο συμπαθή ηθοποιό) περίμεναν ένα διάλειμμα από τις καρπαζιές για να βγουν μπροστά και να αμολήσουν τις μπαρούφες τους. Ενα απίστευτο σούργελο, κάποιος Δημήτριος Μιχάκης, δικηγόρος/ιεροψάλτης, παγκοσμίως άγνωστος (φρέσκαρε τις αναμνήσεις μου το YouTube, όταν τον ξαναείδα να σεληνιάζεται απέναντί μας, εκείνη την άγρια νύχτα έξω από το θέατρο Χυτήριο), διεκδίκησε την πρωτοκαθεδρία ανάμεσά τους ώσπου να τον πάρουν στο ψιλό οι «σοβαροί» και να αποσυρθεί από το προσκήνιο. Μη φανταστείτε ωστόσο πως το τσίρκο διαλύθηκε. Αλλαξε απλώς μαρκίζα.

Θέλετε και τους «σοβαρούς»; Η ναζιστική Χρυσή Αυγή, πρώτη και καλύτερη, σε πλήρη απαρτία. Θυμάται μήπως ότι ο Χίτλερ διόρισε συν-διοικήτρια στην ελληνική Μακεδονία τη φασιστική Βουλγαρία; Το θυμάται και το παραθυμάται, αλλά είναι και σίγουρη ότι δεν το θυμούνται τα αμνοερίφια που την ακολουθούν. Παραθρησκευτικές οργανώσεις κατόπιν, κάθε είδους και κάθε φαρμακευτικής αγωγής.

Ο Φαήλος Κρανιδιώτης, που βαρέθηκε να ψάχνει δημοσκόπηση με το κόμμα του πάνω από την υποδιαστολή του μηδενός, τρούπωσε στο μεγάλο συλλαλητήριο κι έκτοτε μας απευθύνεται μονάχα στο πρώτο πληθυντικό: «εμείς που διαδηλώνουμε», «εμείς που διεκδικούμε»… Βεβαίως, όλα αυτά τα τσιμπούρια δεν είναι τόσο ηλίθια ώστε να πιστεύουν ότι οι συμπολίτες μας θα πάνε την Κυριακή στο Σύνταγμα για να τα ακούσουν. Είναι και ο λόγος που επιθυμούν διακαώς να μιλήσει στα πλήθη το Μεγάλο Αλλοθι: ο Μίκης Θεοδωράκης, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, τέτοια μεγέθη. Είπαμε. Σαχλαμάρες περί «εννιακοσίων δύο εκατομμυρίων» ο Χότζα έλεγε μόνο στο λαό του. Ποτέ μπροστά στον Μάο Τσετούνγκ.