Η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο είναι, συνειρμικά, η έκθεση Made in Greece στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, μία αναδρομή 160 ετών στην εγχώρια βιομηχανία, στην πραγματικότητα μια νοσταλγική ανάκληση της Ιστορίας μας ως καταναλωτές ελληνικών προϊόντων εδώ και ενάμιση αιώνα. Η αιτία όμως προέκυψε πριν από αρκετούς μήνες όταν, σε μια παρέα, αρχίσαμε να μιλάμε για σοκολάτες. «Να σκεφθείτε», απεφάνθη ένας τριανταπεντάρης, «κυκλοφορεί ακόμη το Χρυσό Ντέρμπι της ΙΟΝ». «Τι εννοείς «ακόμη»;» πετάχτηκα, «Το Χρυσό Ντέρμπι είναι καινούργια σοκολάτα». «Καινούργια; Κυκλοφορεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980» μου διευκρίνισε. «Ε, δεν είναι καινούργια μια σοκολάτα που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1980;» έσπευσα να απαντήσω. Και αμέσως μετά δαγκώθηκα. Συνειδητοποιώντας ότι αυτό που διακρίνει τις γενιές –τουλάχιστον στις αστικές περιοχές –είναι τα προϊόντα που αγάπησαν, αυτά με τα οποία συνδέθηκαν ως παιδιά.

Από σοκολάτες λοιπόν, εγώ είμαι «παιδί της Melo» (για όσους τη θυμούνται). Που είχε μέσα τις κάρτες των ηρώων του Ντίσνεϊ. Και άνοιγε συρταρωτά, μεγάλος νεωτερισμός για το packaging της εποχής. Αλλά μου άρεσαν και κάτι τεράστιες αμυγδάλου ΙΟΝ, σε σκληρή συσκευασία, που πουλούσαν μόνο τα ζαχαροπλαστεία. Μάθαινα την Ιστορία του Κόσμου από τη σειρά «Ημουν κι εγώ εκεί» που υπήρχε στο πίσω μέρος της ετικέτας της χλωρίνης Κλινέξ. Οι αγαπημένες μου καραμέλες ήταν οι βουτύρου που τις αγοράζαμε χύμα, σε χρυσαφί συσκευασία με μια κόκκινη αγελαδίτσα. Αλλά και οι μικρούλες ΜΕΖ. Με σήμα ένα γυναικείο προφίλ. Και οι τσίχλες ΕΛΜΑ. Χύμα αγοράζαμε και τα μπισκότα Μιράντα και Πτι Μπερ. Ο μπακάλης τα είχε σε μεγάλα τσίγκινα κουτιά με διαφανές καπάκι και μας τα έβαζε σε χάρτινα σακουλάκια. Τιμή ανά μονάδα. Πλενόμουν με σαπούνι V82, λουζόμουν με σαμπουάν OmOr και βιαζόμουν να μεγαλώσω λίγο για να χρησιμοποιώ αποσμητικό Bac. Και όταν θα μεγάλωνα ακόμη περισσότερο θα κάπνιζα τσιγάρα μεντόλ Avra. Ή Μιστράλ. Μπορεί να έπινα και ουίσκι Vat 69. Το ψυγείο μας ήταν Ιζόλα και η κουζίνα μας Πίτσος (μπορεί και το ανάποδο), ενώ η καινούργια μας τηλεόραση (με συρόμενο πορτάκι) Telefunken. Ενα όνομα που μου έμοιαζε με βρισιά. Επαιζα με τις κούκλες της El Greco (τη Ναταλί και τη Νιόβη) και όταν άλλαζα διάθεση έπιανα το Βιουμάστερ. Εγχρωμο. Υπερπαραγωγή. Και φορούσα πάνινα παπούτσια Ελβιέλες. Οταν οι μεγάλοι αναπολούσαν τα δικά τους παιδικά χρόνια βαριόμουν αφόρητα. Πάλι θα μιλούσαν για μουρουνέλαια και θρεψίνες. Και για κάτι γκαζοζέν –καμία σχέση με την αγαπημένη γκαζόζα.

Μετά, η δική μου γενιά μεγάλωσε. Διαβάζαμε Βίπερ κι εγώ, τελικά, κάπνιζα τσιγάρα light. Και στις ταβέρνες παραγγέλναμε «δυο πράσινες». Τα πιτσιρίκια πλέον έτρωγαν σοκοφρέτα και Serenata. Χωρίς κάρτες. Και έπιναν Amita, πορτοκαλάδα σε χάρτινη συσκευασία. Η επώνυμη κούκλα της El Greco ήταν πια η Μπι Μπι Μπο που ανταγωνιζόταν την Μπάρμπι. Και τα αγόρια έπαιζαν Πάκμαν. Και τα μπισκότα τα έλεγαν κούκις. Και όταν μάθαινα, πριν από λίγα χρόνια, στην πεντάχρονη κόρη μιας φίλης μου τα γράμματα (το άλφα, το βήτα, το γιώτα) μου είπε: «Τογιότα δεν είναι γράμμα. Είναι αυτοκίνητο».

Προχθές οι μικρανιψιοί μου, έξι και πέντε ετών, μου ζήτησαν να τους αγοράσω από το περίπτερο… τάπες. Αμήχανα τις ζήτησα και ενώ περίμενα τι στο καλό θα μου έδινε ο περιπτεράς, σκεφτόμουν ότι αν ο Δήμος Αβδελιώδης γύριζε το εξαιρετικό «Δένδρο που πληγώναμε» σε αστικό περιβάλλον, μπορεί και να λεγόταν «Οι μάρκες που πληγώναμε».