Φανταστείτε μια δημοπρασία όπου ένας εκ των υποψήφιων αγοραστών ανεβάζει διαρκώς το «χτύπημα» –το bet, όπως θα λέγαμε στην πόκα ή στη ρουλέτα –δίχως να διαθέτει το αντίστοιχο αντίκρισμα σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζεται να το φανταστείτε. Το ζήσαμε το φθινόπωρο του 2016, κατά τη διαβόητη δημοπράτηση των αλήστου μνήμης τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών. Ο Χρήστος Καλογρίτσας, γνωστός για τα βοσκοτόπια του και τα φιλοκυβερνητικά του αισθήματα, κέρδισε τη μία από τις τέσσερις άδειες ποντάροντας ποσά που δεν είχε. Εκτός από τα ξεκαρδιστικά γέλια που χάρισε στο πανελλήνιο και την παρεπόμενη αφαίρεση της άδειάς του, προσέφερε στην κυβέρνηση και πιο πολύτιμες υπηρεσίες. Ανεβάζοντας διαρκώς το bet με λεφτόδεντρα υποχρέωσε και τους άλλους υποψηφίους να ξανοιχτούν σε «χτυπήματα» που, δίχως τον Καλογρίτσα, θα παρέμεναν σε αισθητά χαμηλότερο επίπεδο. Δεν έχει σημασία. Οι τέσσερις άδειες κλειδώθηκαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Περασμένα ξεχασμένα.

Στην πολιτική, η ίδια τακτική –να επιδιώκεις πάντοτε προς όφελός σου το μέγιστο, ασχέτως εάν έχεις και τα εφόδια για να το πετύχεις –ονομάζεται μαξιμαλισμός, τυγχάνει εντατικής εκμετάλλευσης από τα λαϊκιστικά κόμματα τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και συνοψίζεται στο ρομαντικό σύνθημα του Μάη: «Είμαστε ρεαλιστές. Θέλουμε το αδύνατο». Στις μέρες μας καταφεύγει στον μαξιμαλισμό ένας ολυμπιονίκης της ενόργανης γυμναστικής, ο Πάνος Καμμένος, με την επιθυμία του πιο εξόφθαλμη και από μπόμπιρα μπροστά σε ταψί με λουκουμάδες. Λησμονώντας ότι ήταν και ο ίδιος υφυπουργός της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, όταν η τελευταία γλυκοκοίταζε το 2008 στο Βουκουρέστι σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, ο Καμμένος διακηρύσσει ότι δεν θα δεχτεί επ’ ουδενί τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγό του στο όνομα των Σκοπίων. Η χιλιοστή του κωλοτούμπα ευθύς κατόπιν –«έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον υπουργό Εξωτερικών» –μας απομακρύνει από το σενάριο μιας ηρωικής εξόδου από την κυβέρνηση και μας φέρνει πιο κοντά στους μύχιους πόθους του: τη σπορά ζιζανίων στην αξιωματική αντιπολίτευση και, γιατί όχι, τα γεννητούρια ενός ακροδεξιού κόμματος που θα πλευροκοπήσει τη Νέα Δημοκρατία και θα ανακόψει την πορεία της προς την εξουσία.

Το προχτεσινό συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη θα μας μείνει αλησμόνητο, όχι τόσο για τον όγκο και τον παλμό του –δεν αμφισβητούνται, εξυπακούεται –όσο για τη νέα ανθρωπογεωγραφία που μας αποκαλύπτει. Φαίνεται πως τρία χρόνια συγκυβέρνησης της καιροσκοπικής Αριστεράς με την ψεκασμένη Ακροδεξιά έχουν σκεβρώσει πλέον τα πολιτικά μας αντανακλαστικά και δεν μας σοκάρει η θέα του Ηλία Κασιδιάρη να διαδηλώνει με σκωπτικό πλακάτ υπέρ της ελληνικής Μακεδονίας, δίχως ποτέ να έχει μεταμεληθεί για την πίστη του στον άνθρωπο που παρέδωσε εν ψυχρώ την ελληνική Μακεδονία στους Βούλγαρους (λέγε με Αδόλφο, χρυσέ μου). Του μητροπολίτη Καλαβρύτων –στη δική του μικρή μάζωξη, στην Πελοπόννησο –να επαίρεται ότι προτιμάει να τον αποκαλούν ομοϊδεάτη με εκείνους που έκαψαν το 1943 τα Καλάβρυτα. Ενός εσμού φασιστών και αποστράτων να βρίζει, να απειλεί και να αποκαλεί προδότη σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο. Και γύρω από αυτούς, εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας να ποντάρουν για μία ακόμη φορά στο λάθος άλογο. Στον εθνικιστικό μαξιμαλισμό. Δύο μόλις εικοσιτετράωρα μετά το συλλαλητήριο και ήδη η πιο ψύχραιμη επιλογή (μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό) φαντάζει ως ασήμαντη μπροστά στο μάξιμουμ. Μονάχα που ο μαξιμαλισμός δεν είναι δική μας πατέντα. Και όταν συγκρούονται δύο λυμφατικοί μαξιμαλισμοί, δεν κερδίζει εκείνος που ουρλιάζει πιο δυνατά. Κερδίζει εκείνος που έχει πιο ισχυρές πλάτες. Για να μη σας κακοκαρδίσω, δεν θα σας πω ποιος.